Ζητιάνοι των λαών
Όταν μιλάμε για μετανάστες, η φράση “έλα στην θέση μου” δεν είναι τσιτάτο. Κάθε άλλο: ο επίσημος αριθμός των ανέργων στην Ελλάδα έφθασε τις 467.000. Μισό εκατομμύριο άνθρωποι, δίχως να υπολογίζουμε την άδηλη ανεργία – φαντάροι, φοιτητές, οι ουσιαστικά άνεργοι “ημιαπασχολούμενοι”. Στους νέους 15 έως 24 ετών, ο δείκτης ανεργίας “καλπάζει” στο 24,2%. Με τους “εργοδότες” να σφίγγουν το ζωνάρι λόγω της κουμπωμένης αγοράς, τους “επιφανείς επιχειρηματίες” να αναζητούν φθηνότερες χώρες για τις φάμπρικές τους και το κράτος ν’ αδιαφορεί, δεν μου κάνει εντύπωση που ακούω φίλους μου με χαρτιά και προσόντα να ανακοινώνουν πως θα κυνηγήσουν την τύχη τους στο εξωτερικό – σε κράτη εντός ή εκτός Ε.Ε., που ξέρουν να δίνουν μια ευκαιρία σ’ εκείνους που την αξίζουν, ανεξαρτήτως προέλευσης. Επτά χρόνια από την είσοδό μας στο ευρώ, η χώρα είναι, αναλογικά, όσο κοινωνικά υπανάπτυκτη ήταν, τότε που έφευγαν τα τρένα για την Γερμανία.
Για ένα κράτος που αδυνατεί να αξιοποιήσει το γηγενές δυναμικό του, η ανικανότητα να διαχειρισθεί το αντίστοιχο εισαγόμενο δεν εκπλήσσει. Δεν εκπλήσσει καν η αδιαφορία του να το κάνει – γιατί η μόνη λέξη που αρμόζει στην τακτική μας όλα αυτά τα χρόνια απέναντι στο μεταναστευτικό ζήτημα είναι “ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ”. Αδύναμοι να ελέγξουν τον ρυθμό εισόδου οικονομικών μεταναστών στην χώρα, και ταυτόχρονα πιστοί στην καταστροφική ιδεολογία τού αναδέλφου έθνους κι απρόθυμοι να παράσχουν ιθαγένεια ακόμη και στους γεννηθέντες εντός της επικρατείας αλλοεθνείς, οι επί εικοσαετία κυβερνώντες έμειναν να παρακολουθούν (στην αρχή αμήχανα, αργότερα δίχως να παίζει βλέφαρο) φτωχούς ανθρώπους να καταλαμβάνουν εγκαταλελειμμένες συνοικίες στις πόλεις, να “τρίβονται” με τους ντόπιους (τις περισσότερες φορές με δυσάρεστες επιπτώσεις), να γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης σε χωράφια και εργοτάξια, να δουλεύουν για μεροκάματα ντροπής δίχως ασφάλιση ή περίθαλψη, να υπομένουν την χλεύη, την “παιγνιώδη διάθεση” και την βία των Αρχών. Να χάνουν την ζωή τους για το βιομηχανικό και ολυμπιακό μεγαλείο των Ελλήνων.
Η κουβέντα για την αντιμετώπιση τού “προβλήματος” τής μετανάστευσης υποβάλλει την ιδέα να θεωρούμε το φαινόμενο ως αυτοτελές πρόβλημα, κι όχι ως αυτό που πραγματικά είναι: το αποτέλεσμα τής, παγκοσμίου κλίμακος, εφαρμοζόμενης πολιτικής σε κάποιες γωνιές τού πλανήτη. Οι άνθρωποι που φθάνουν ως εδώ παράτησαν σπίτια κι οικογένειες και ξόδεψαν περιουσίες για να δραπετεύσουν από τον άθλιο βίο που τους όρισαν είτε όμαιμοι κυβερνήτες, είτε, όλο και συχνότερα, το διεθνές κατεστημένο, ενδεδυμένο τον μανδύα τού σωτήρος. Τούτο όμως εντέχνως αποσιωπάται – έτσι ομιλούμε για μετανάστες γενικώς, δίχως να διαχωρίζουμε το από πού προέρχεται ο καθένας, πόσον δρόμο και πόση ταλαιπωρία πέρασε για να φθάσει ως εδώ, ποιαν ακριβώς κόλαση άφησε πίσω του. Αποπροσωποποιούμε τον μετανάστη, τον γδύνουμε από ταυτότητα, κοινωνικό και πολιτιστικό υπόβαθρο, αρετές και ανάγκες, τον αποσυνδέουμε από το παρελθόν που στερήθηκε και το μέλλον που, όπως όλοι μας, παλεύει να κερδίσει – παρουσιάζουμε στην κοινή γνώμη ένα ον δίχως ιστορία, κάτι που υπάρχει ενώ δεν υπήρχε, κάτι που ήρθε, προφανώς, από το πουθενά για να διαταράξει την ισορροπία μας, ακριβώς όπως οι εξωγήινοι στα φιλμ επιστημονικής φαντασίας. Υποβοηθούμε τον κόσμο να ταυτίσει την έννοια “μετανάστης” με την έννοια “εισβολέας”.
Τα κενά στην σφαιρική θεώρηση των ζητημάτων οδηγούν νομοτελειακά σε κενά στην ασκούμενη πολιτική. Αλλά, βλέπεις, μια σφαιρική θεώρηση τού μεταναστευτικού θα εξέθετε πολλούς. Στην Ευρώπη, που απεδείχθη ανίκανη να προσφέρει ίδιες συνθήκες διαβίωσης και ίσες ευκαιρίες σε όλους τους Ευρωπαίους κι όμως βαυκαλίζεται με την αυταπάτη τής Ένωσης, είναι αβέβαιο το κατά πόσον θα κατορθώναμε (με την τεχνητή κρίση που επεβλήθη για να συμμαζευθούν οικονομικοί δείκτες και να πέσουν στα μαλακά λογής-λογής μεγαλόσχημοι τού νεοφιλελεύθερου στάτους κβο) να παράσχουμε ικανοποιητική διαφυγή στις στρατιές των κατατρεγμένων που χτυπούν την πόρτα μας, την στιγμή που δεν μπορούμε να την εξασφαλίσουμε ούτε για τους εαυτούς μας. Ούτως ή άλλως, η “ενιαία ευρωπαϊκή πολιτική” είναι για τους πληβείους εξ ημών – οι ισχυροί τού Βορρά ένιψαν χαρούμενα τα χέρια τους κι άφησαν τους φτωχούς συγγενείς τους του Νότου να σηκώσουν τα βάρη. Κι ούτε λόγος, φυσικά, για ανάληψη πρωτοβουλιών σε παγκόσμιο επίπεδο που θα βελτίωναν τις συνθήκες στις χώρες προέλευσης, ιδίως εφ’ όσον αυτές οι πρωτοβουλίες θα ματαίωναν τα σχέδια τού διεθνούς κεφαλαίου. Οι μετανάστες, ηττημένοι μιας κοινωνικοπολιτικής μάχης στην οποία άλλοι αντιπαρατέθηκαν για λογαριασμό τους, έρχονται και μας απλώνουν το χέρι ζητώντας βοήθεια, ως το αναπόφευκτο παραπροϊόν τού δρόμου και του τρόπου ζωής που επιλέξαμε, ζητιάνοι εμβέλειας διηπειρωτικής, ζωντανή απόδειξη ότι, δίχως ριζική αναθεώρηση τής εικόνας που έχουμε για τον κόσμο, οικουμενική ειρήνη και ευημερία είναι όνειρα θερινής νυκτός.
Για ένα κράτος που αδυνατεί να αξιοποιήσει το γηγενές δυναμικό του, η ανικανότητα να διαχειρισθεί το αντίστοιχο εισαγόμενο δεν εκπλήσσει. Δεν εκπλήσσει καν η αδιαφορία του να το κάνει – γιατί η μόνη λέξη που αρμόζει στην τακτική μας όλα αυτά τα χρόνια απέναντι στο μεταναστευτικό ζήτημα είναι “ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ”. Αδύναμοι να ελέγξουν τον ρυθμό εισόδου οικονομικών μεταναστών στην χώρα, και ταυτόχρονα πιστοί στην καταστροφική ιδεολογία τού αναδέλφου έθνους κι απρόθυμοι να παράσχουν ιθαγένεια ακόμη και στους γεννηθέντες εντός της επικρατείας αλλοεθνείς, οι επί εικοσαετία κυβερνώντες έμειναν να παρακολουθούν (στην αρχή αμήχανα, αργότερα δίχως να παίζει βλέφαρο) φτωχούς ανθρώπους να καταλαμβάνουν εγκαταλελειμμένες συνοικίες στις πόλεις, να “τρίβονται” με τους ντόπιους (τις περισσότερες φορές με δυσάρεστες επιπτώσεις), να γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης σε χωράφια και εργοτάξια, να δουλεύουν για μεροκάματα ντροπής δίχως ασφάλιση ή περίθαλψη, να υπομένουν την χλεύη, την “παιγνιώδη διάθεση” και την βία των Αρχών. Να χάνουν την ζωή τους για το βιομηχανικό και ολυμπιακό μεγαλείο των Ελλήνων.
Η κουβέντα για την αντιμετώπιση τού “προβλήματος” τής μετανάστευσης υποβάλλει την ιδέα να θεωρούμε το φαινόμενο ως αυτοτελές πρόβλημα, κι όχι ως αυτό που πραγματικά είναι: το αποτέλεσμα τής, παγκοσμίου κλίμακος, εφαρμοζόμενης πολιτικής σε κάποιες γωνιές τού πλανήτη. Οι άνθρωποι που φθάνουν ως εδώ παράτησαν σπίτια κι οικογένειες και ξόδεψαν περιουσίες για να δραπετεύσουν από τον άθλιο βίο που τους όρισαν είτε όμαιμοι κυβερνήτες, είτε, όλο και συχνότερα, το διεθνές κατεστημένο, ενδεδυμένο τον μανδύα τού σωτήρος. Τούτο όμως εντέχνως αποσιωπάται – έτσι ομιλούμε για μετανάστες γενικώς, δίχως να διαχωρίζουμε το από πού προέρχεται ο καθένας, πόσον δρόμο και πόση ταλαιπωρία πέρασε για να φθάσει ως εδώ, ποιαν ακριβώς κόλαση άφησε πίσω του. Αποπροσωποποιούμε τον μετανάστη, τον γδύνουμε από ταυτότητα, κοινωνικό και πολιτιστικό υπόβαθρο, αρετές και ανάγκες, τον αποσυνδέουμε από το παρελθόν που στερήθηκε και το μέλλον που, όπως όλοι μας, παλεύει να κερδίσει – παρουσιάζουμε στην κοινή γνώμη ένα ον δίχως ιστορία, κάτι που υπάρχει ενώ δεν υπήρχε, κάτι που ήρθε, προφανώς, από το πουθενά για να διαταράξει την ισορροπία μας, ακριβώς όπως οι εξωγήινοι στα φιλμ επιστημονικής φαντασίας. Υποβοηθούμε τον κόσμο να ταυτίσει την έννοια “μετανάστης” με την έννοια “εισβολέας”.
Τα κενά στην σφαιρική θεώρηση των ζητημάτων οδηγούν νομοτελειακά σε κενά στην ασκούμενη πολιτική. Αλλά, βλέπεις, μια σφαιρική θεώρηση τού μεταναστευτικού θα εξέθετε πολλούς. Στην Ευρώπη, που απεδείχθη ανίκανη να προσφέρει ίδιες συνθήκες διαβίωσης και ίσες ευκαιρίες σε όλους τους Ευρωπαίους κι όμως βαυκαλίζεται με την αυταπάτη τής Ένωσης, είναι αβέβαιο το κατά πόσον θα κατορθώναμε (με την τεχνητή κρίση που επεβλήθη για να συμμαζευθούν οικονομικοί δείκτες και να πέσουν στα μαλακά λογής-λογής μεγαλόσχημοι τού νεοφιλελεύθερου στάτους κβο) να παράσχουμε ικανοποιητική διαφυγή στις στρατιές των κατατρεγμένων που χτυπούν την πόρτα μας, την στιγμή που δεν μπορούμε να την εξασφαλίσουμε ούτε για τους εαυτούς μας. Ούτως ή άλλως, η “ενιαία ευρωπαϊκή πολιτική” είναι για τους πληβείους εξ ημών – οι ισχυροί τού Βορρά ένιψαν χαρούμενα τα χέρια τους κι άφησαν τους φτωχούς συγγενείς τους του Νότου να σηκώσουν τα βάρη. Κι ούτε λόγος, φυσικά, για ανάληψη πρωτοβουλιών σε παγκόσμιο επίπεδο που θα βελτίωναν τις συνθήκες στις χώρες προέλευσης, ιδίως εφ’ όσον αυτές οι πρωτοβουλίες θα ματαίωναν τα σχέδια τού διεθνούς κεφαλαίου. Οι μετανάστες, ηττημένοι μιας κοινωνικοπολιτικής μάχης στην οποία άλλοι αντιπαρατέθηκαν για λογαριασμό τους, έρχονται και μας απλώνουν το χέρι ζητώντας βοήθεια, ως το αναπόφευκτο παραπροϊόν τού δρόμου και του τρόπου ζωής που επιλέξαμε, ζητιάνοι εμβέλειας διηπειρωτικής, ζωντανή απόδειξη ότι, δίχως ριζική αναθεώρηση τής εικόνας που έχουμε για τον κόσμο, οικουμενική ειρήνη και ευημερία είναι όνειρα θερινής νυκτός.
συνεχίζεται
Σχόλια
Όλοι αυτοί έχουν έλθει στη χώρα ΠΑΡΑΝΟΜΑ. Επιλογή τους ήταν όχι δική μας. Οπότε δεν πρέπει και να γκρινιάζουν. Να τους μαζέψει όλους η αστυνομία και να τους στείλει από εκεί που ήρθανε. Δεν ήξερα ότι θα πρέπει να σεβαστούμε και τις ευαισθησίες των παρανόμων.