Ιούλιος
Αυρήλιος έφα
“Για τρία πράγματα ΔΕΝ γίνεται να τον ρωτήσεις”, μου εξηγούσε ο Πέτρος ο θυρωρός, καθώς με συνόδευε ως το ραντεβού μου με τον Θωμά. “Αν Εκείνος ενσαρκώθηκε, αν ο ενσαρκωμένος σταυρώθηκε, αν ο εσταυρωμένος αναστήθηκε. Όχι πως εδώ στον Παράδεισο δεν έχουμε ξεκάθαρη θέση πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα”, έσπευσε να συμπληρώσει, μισοαπολογούμενος, διαβάζοντας αστραπιαία την έκφραση διαμαρτυρίας που σχηματιζόταν στο πρόσωπό μου. “Άλλωστε τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους, είναι καθαρά και φωτεινά σαν τον καθρέπτη που φιλοξενεί στην επιφάνειά του τον Ήλιο”. Απολάμβανε αυτάρεσκα τον ποιητικό του οίστρο, κι ύστερα, εντελώς αναπάντεχα, μαζεύτηκε, θα ‘λεγες ότι κόντυνε, ότι έγινε μια μπάλα από σάρκα – από κάπου μακρυά είχε ακουσθεί, μέρα μεσημέρι, λαλητό κοκκόρου. “Άκου που σου λέω”, ολοκλήρωσε βιαστικά την σκέψη του. “Οι συνέπειες θα είναι δυσάρεστες… για κείνον”.
Την αλλόκοτη αυτή αλήθεια θα επιβεβαίωνε λίγο αργότερα κι ο ίδιος ο Θωμάς. “Αν επιχειρήσω να σου μιλήσω για… για τα γεγονότα”, τραύλισε, “η γλώσσα μου θα δεθεί κόμπος – κυριολεκτικά. Ναυτικός κόμπος, για να είμαι ακριβής. Αν δοκιμάσω να στα γράψω, τα χέρια μου θα τινάζονται πέρα-δώθε, σαν να ‘χω Πάρκινσον. Κι αν προσπαθήσω να σου εξηγήσω με νοήματα, το σώμα μου θ’ αρχίσει να χορεύει ανεξέλεγκτο κάποιον χορό ιθαγενών Παπούα! Αυτήν την τιμωρία μου επέβαλε για την έλλειψη εμπιστοσύνης που Του έδειξα, τότε με το… ξέρεις, το…” – δεν μπόρεσε να προφέρει την λέξη “δάχτυλο”. Το πρόσωπό του συσπάσθηκε σε μιαν απερίγραπτη γκριμάτσα που παρ’ ολίγο να του στοιχίσει την κάτω σιαγόνα.
Βεβαίως, Εκείνος δεν μπορούσε να μην ανταμείψει τον Θωμά για τον τσαμπουκά του στο περιστατικό. Στο κάτω-κάτω, ήταν ο μόνος μεταξύ των έντεκα που είχε ζητήσει αποδείξεις. Έτσι τον έχρισε Έμπιστό Του. Κατά τα τελευταία δυο χιλιάδες χρόνια περίπου, ο Έμπιστος Θωμάς έχει γίνει κοινωνός τής Σκέψης Του, της Αλήθειας και του Μυστικού περισσότερο από κάθε άλλο πλάσμα τής Δημιουργίας. “Τι τα θες όμως;”, σχολίασε πικρόχολα. “Η απαγόρευση, βλέπεις, ισχύει και γι’ αυτά! Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Να ξέρεις τόσα απίστευτα πράγματα και να μην μπορείς να τα πεις ούτε στην γυναίκα τού Λωτ! Η ύπαρξή μου είναι ένα διαρκές off the record…”. Δεν μπόρεσα να κρύψω πως έβρισκα χιουμοριστική την όλη διευθέτηση, προκαλώντας την ειρωνική του αντίδραση. “Ναι, από χιούμορ άλλο τίποτα. Κάποτε, να φαντασθείς, Του εκμυστηρεύθηκα την πρόθεσή μου να εκδώσω εφημερίδα για τον Παράδεισο. Ξέρεις πώς αντέδρασε; Αν την εκδώσεις εσύ, μου είπε, θα την ονομάσουμε Tabula Rasa! Χρόνια ολόκληρα γελούσε μ’ αυτό…”.
Παράλληλα με το ν’ ανταλλάσσει απόψεις μ’ Εκείνον, ο Έμπιστος διευθύνει κι ένα από τα Κέντρα Ρύθμισης Ισορροπίας Κρινομένων τού Καθαρτηρίου. Το Ινστιτούτο Θωμά, όπως είναι περισσότερο γνωστό, βρίσκεται στ’ ανατολικά. “Καθένα από τα Κ.Ρ.Ι.Κρι.”, εξηγεί κατά την διάρκεια τής ξενάγησης στο Ινστιτούτο, “στοχεύει στην αντιμετώπιση συγκεκριμένων ελαττωμάτων στην προσωπικότητα τού κρινομένου, ώστε να δημιουργήσει μια περισσότερο ισορροπημένη κατάσταση, απαραίτητη για την ομαλή προσαρμογή στις νέες συνθήκες. Στο δικό μας κέντρο”, τόνισε με απροκάλυπτη περηφάνια, “αντιμετωπίζουμε διαταραχές πίστης”.
Στην πράξη, το Ινστιτούτο χωρίζεται σε δύο Πτέρυγες. Διόλου δεν εκπλήσσει το γεγονός, ότι η πρώτη απ’ αυτές φιλοξενεί τους παθολογικά δύσπιστους. Άνθρωποι που πίστευαν μόνο στα μάτια τους, ανίκανοι να πιστοποιήσουν ως πραγματικότητα ή, έστω, ως πιθανότητα μια πληροφορία που μετέδωσε κάποιος άλλος, στοιβάζονται εδώ. “Δεν μιλάμε μόνο για κρινόμενους που δεν εμπιστεύονται τον διπλανό τους με τίποτα”, λέει ο Θωμάς. “Εθισμένοι στην σιγουριά που τους αποδίδει το χειροπιαστό, οι άνθρωποι αυτοί απορρίπτουν κάθε συλλογισμό που δεν επαληθεύεται από κάποιας μορφής υλικό ή πειραματικό δεδομένο – ακόμη και τους δικούς τους. Σύντομα, έχουν απολέσει κάθε δυνατότητα αφηρημένης και δημιουργικής σκέψης: η δυσπιστία τους τούς πλήττει τόσο συναισθηματικά, όσο και νοητικά”. Εκτός από δημοσιογράφους, στην Πρώτη Πτέρυγα συναντώ επιστήμονες όλων των ειδικοτήτων, λογιστές, τραπεζικούς, ιερείς.
Η (μικρότερη σε έκταση και αριθμό τροφίμων, αλλά πιο ενδιαφέρουσα) Δεύτερη Πτέρυγα φιλοξενεί κρινόμενους με απώλεια τής πίστης εν εαυτώ. Τούτοι έχουν μάθει να μετρούν τον εαυτό τους με τα μέτρα των γύρω τους, καθορίζονται συντριπτικά από την αναγνώριση που τους παρέχουν οι άλλοι, λατρεύουν να τραβούν πάνω τους την προσοχή, είναι επιδειξιομανείς, αλλά και απίστευτα ανασφαλείς. Πολλοί είναι παρδαλά ντυμένοι, ένα κολάζ από ρετάλια μόδας περασμένης, αγωνιώδης προσπάθεια ν’ αποτυπώσουν στίγμα μέσω της ταύτισης τους με κάτι το αναγνωρίσιμο στο πέρασμα των χρόνων, καθρέπτης τού κολάζ που είναι η ίδια τους η προσωπικότητα. Κάποιες προχωρημένες περιπτώσεις εμφανίζουν μιαν ιδιότυπη μορφή αγνωσίας: γι’ αυτούς τους κρινόμενους, κάθε ανάμνηση/πληροφορία είναι αποφασιστικά δεμένη μ’ ένα άλλο, συγκεκριμένο πρόσωπο ή με σύνολο προσώπων. Η καταγραφή τού μηνύματος στην συνείδηση τού άλλου είναι που έχει σημασία κι όχι το μήνυμα καθεαυτό: αν δεν πεις στο υποκείμενο τής εξάρτησής σου ότι έφαγες, είναι σαν να μην έχεις φάει. Κι αντίστροφα: του λες πως έφαγες κι αισθάνεσαι χορτάτος, αν και νηστικός. Αυτό που είσαι είναι αυτό που παρουσιάζεις στον άλλο ότι είσαι – ή αυτά που κάνεις για να ‘χεις κάτι να του παρουσιάσεις. Εδώ συχνάζουν πολιτικοί.
Ο Θωμάς θυμάται περιστατικά με διασημότητες που φιλοξενήθηκαν στο Ινστιτούτο. Τον Σωκράτη, φερ’ ειπείν: προσπάθησε τόσο πολύ ν’ αμφιβάλλει για τα πάντα, που στο τέλος τα κατάφερε – χρειάσθηκαν μήνες θεραπείας για να αποδεχθεί ότι τον λένε Σωκράτη και δεν είναι αλογόμυγα. Ή τον Φρόυντ. Που τον ρώτησε ο Πέτρος στην είσοδο, “έχετε κάτι να δηλώσετε;”, κι εκείνος του απάντησε με στόμφο “γαμώ, άρα υπάρχω”. Θεωρήθηκε, καθ’ υπερβολήν ίσως, ότι ο ψυχίατρος ορίζει τον εαυτό του μόνο μέσω των σεξουαλικών συντρόφων του και τον έκλεισαν για καμμιά βδομάδα στην Δεύτερη Πτέρυγα, όπου βαρέθηκε, το γύρισε στο “αυνανίζομαι, άρα υπάρχω” κι έκτοτε τον άφησαν στην ησυχία του.
Το τέλος τής συζήτησης φθάνει. Τον ρωτώ τι του ‘χει μείνει από το πέρασμα τόσων αιώνων. “Χιλιάδες πράγματα που δεν μπορώ να σου πω”, απαντά, “και μια διαολεμένη συνήθεια να χώνω το δάχτυλό μου σε διάφορα σημεία”. Το μυαλό μου γυρίζει γύρω από τα απαγορευμένα θέματα. Τρώγομαι να τον ρωτήσω, μα ξέρω πως δεν έχει νόημα να το κάνω. Επιστρέφω στην κουβέντα μου με τον θυρωρό, “όλα καθαρά και φωτεινά, σαν τον καθρέπτη που φιλοξενεί τον Ήλιο”, επαναλαμβάνω μηχανικά. “Ο Ήλιος τυφλώνει”, αποκρίνεται. “Κι οι καθρέπτες σπάνια λένε την αλήθεια”.
Σχόλια