Καλοκαίρι στην Ευρώπη
Είναι περασμένα μεσάνυχτα Δευτέρας και στη ζεστή Αθήνα η κίνηση είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Εκατομμύρια κάτοικοι αυτής της πόλης κοιμούνται ή ετοιμάζονται να κοιμηθούν με το μυαλό στο ξυπνητήρι της επομένης. Είναι τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια που το ρευστό μίγμα μιας άναρχης κοινωνίας μπήκε στο αγγλοσαξωνικό καλούπι και ήδη τα αποτελέσματα είναι ορατά. Πόσοι από αυτούς θέλουν πράγματι να πάνε για ύπνο και πόσοι το κάνουν επειδή πρέπει; Τι πρέπει; Να είναι ξεκούραστοι και δυναμικοί στη δουλειά τους και βέβαια να κοιμούνται ένα πλήρες οκτάωρο ώστε να συντηρούν τον οργανισμό τους (την πιο σημαντική μηχανή της ζωής τους κατά πως λένε και τα περιοδικά υγείας). Οι απαντήσεις είναι εύκολες. Αρκεί να μετρήσει κανείς τις καύτρες από τα γύρω μπαλκόνια στις 12.30 το βράδυ.
Πηγή όλων αυτών είναι πιο πολύ η δική μας διάθεση να πιθηκίσουμε παρά η επάρατος παγκοσμιοποίηση. Όπως και να’χει, παραπάνω από το μισό του πληθυσμού που κατοικεί στα αστικά κέντρα πλέον ξεκινά τη δουλειά του κατά τις εννιά ή δέκα κάθε πρωί έτσι ώστε να συμπίπτει το ωράριό του με αυτό της Δ.Ευρώπης. Αυτά είναι τα αποτελέσματα της οικονομικής ανάπτυξης. Ο οποιοσδήποτε επιχειρηματίας που πουλάει αέρα κοπανιστό, δηλαδή υπηρεσίες, και έτυχε να μιλήσει με έναν Ολλανδό ομόλογό του πριν δύο χρόνια, αναπροσάρμοσε τις ώρες προσέλευσης και αποχώρησης των πέντε υπαλλήλων του για να μη χάσει κάποιο σημαντικό τηλεφώνημα από το εξωτερικό στις επτά το βράδυ. Έτσι για τουλάχιστον πέντε μήνες το χρόνο, πάρα πολλοί συμπολίτες μας πηγαίνουν στη δουλειά με τον ήλιο να καίει και φεύγουν λίγο πριν ή λίγο μετά τη δύση του. Το πιο περίεργο, όμως είναι ότι προσαρμόζονται. Εμφανίζονται κάθιδροι στο επαγγελματικό τους ραντεβού στη 1 το μεσημέρι και σου λένε με στόμφο : "Καλησπέρα". Τι να τους πεις, για ποια εσπέρα να μιλήσεις που έξω καίγεται το σύμπαν; Κι όταν φύγουν πώς να τους αποχαιρετήσεις; Να τους πεις καληνύχτα στις 2;
Οικονομικά, για τον καθένα ξεχωριστά, αλλά και το κράτος, υπάρχουν και πλεονεκτήματα· η οικιακή κατανάλωση ρεύματος, για παράδειγμα, πέφτει στο ελάχιστο κατά τις πιο κρίσιμες ώρες. Ψυχικά και σωματικά όμως, μας διαλύει. Βρισκόμαστε να δουλεύουμε, για παράδειγμα, στις 4 το μεσημέρι με θερμοκρασίες που κυμαίνονται από 30ºC έως 45ºC, όχι μόνο όσοι εξ’ημών είναι σε γραφεία αλλά και όσοι κινούνται επαγγελματικά γύρω από αυτό το σύστημα και εξυπηρετούν μεταφορές, εστίαση και αγορές. To αποτέλεσμα είναι στις 7 ή 8 το βράδυ, μετά από ένα πλήρες δεκάωρο εργασίας, κανείς να μην έχει κουράγιο για τίποτα άλλο από το να γυρίσει σπίτι του, να φάει και μετά από λίγο να κοιμηθεί.
Εκείνη την ώρα, που θα ξεφυλλίσει την εφημερίδα του ή θα χαζέψει στην τηλεόραση θα πέσει πάνω και σε ένα αφιέρωμα σχετικά με το πόσο υγιεινές είναι οι σαλάτες κι ο ύπνος, θα το ακολουθήσει και θα καταλήξει ένας υγιής μανιοκαταθλιπτικός που περιφέρει τη μιζέρια του από το σπίτι στο γραφείο και αντίστροφα. Σκεφθείτε όμως πόσο πιο ωραία θα ήταν η ζωή σας αν το ωράριο σας ήταν αυτό που έπρεπε. Αυτό που η Ελλάδα ακολουθούσε κατά τη δεκαετία του ’80. Τότε που εσείς ή μάλλον ο πατέρας σας, το μεσημεράκι είχε σχολάσει ή κλείσει το μαγαζί, έτρωγε ένα κανονικό γεύμα και έπαιρνε κι έναν υπνάκο ώστε να ξεκουράσει σώμα και μυαλό από όλη τη φόρτιση της ημέρας. Θα υπήρχε τότε χρόνος για καφέ ή δε θα υπήρχε; Θα μπορούσε κανείς να πάει σε ένα θερινό σινεμά και μετά να πιει ένα ποτάκι με την παρέα του ή όχι; Εναλλακτικά, θα μπορούσε κάθε μεσημέρι να καταλήγει σε μία παραλία και τελικά να κάνει 60 ή 70 θαλασσινά μπάνια το χρόνο αντί των όσων κάνει τώρα; (όχι πολύ περισσότερα απ’όσα κάνει κι ένας Σουηδός)
Αντί λοιπόν όλα αυτά τα νέα έντυπα που ασχολούνται με την υγεία και την επιστήμη να αφιερώνουν σελίδες επί σελίδων στη γρίπη των χοίρων και πως αυτή προέκυψε στο Μεξικό, ας προωθήσουν τη σιέστα, τα κοκτέιλ και το ξενύχτι ως χαρακτηριστικά αυτής της μεγάλης χώρας. Έτσι ίσως περιορισθεί και η περίφημη νόσος της χειρός η οποία εσχάτως θερίζει στην πολύπαθη Ελλάδα. Οι Daltons είναι έτοιμοι να συνδράμουν παντοιοτρόπως. Αρχικά με ιδέες. Ας ονομάσουμε τις ημέρες που απομένουν μέχρι να τελειώσει ο Ιούνιος Mexico days κι ας προσπαθήσουμε να διαμορφώσουμε έτσι το πρόγραμμά μας ώστε να βρεθούμε τρεις τουλάχιστον νύχτες (καθημερινές, όχι Σάββατα που ξεχύνονται οι "έγκλειστοι") έξω για ποτό, φαγητό ή ό,τι άλλο επιθυμεί ο καθένας.
Γιατί όταν η Ελεάννα Παπαϊωάννου τραγουδάει το "Τέσσερις και μισή" καλό είναι είτε να τη βλέπεις από το τραπέζι κάτω στην πίστα ή τουλάχιστον να την ακούς από το μπαρ ή το αμάξι και να μην ντρέπεσαι να κοιτάξεις το ρολόι.
Πηγή όλων αυτών είναι πιο πολύ η δική μας διάθεση να πιθηκίσουμε παρά η επάρατος παγκοσμιοποίηση. Όπως και να’χει, παραπάνω από το μισό του πληθυσμού που κατοικεί στα αστικά κέντρα πλέον ξεκινά τη δουλειά του κατά τις εννιά ή δέκα κάθε πρωί έτσι ώστε να συμπίπτει το ωράριό του με αυτό της Δ.Ευρώπης. Αυτά είναι τα αποτελέσματα της οικονομικής ανάπτυξης. Ο οποιοσδήποτε επιχειρηματίας που πουλάει αέρα κοπανιστό, δηλαδή υπηρεσίες, και έτυχε να μιλήσει με έναν Ολλανδό ομόλογό του πριν δύο χρόνια, αναπροσάρμοσε τις ώρες προσέλευσης και αποχώρησης των πέντε υπαλλήλων του για να μη χάσει κάποιο σημαντικό τηλεφώνημα από το εξωτερικό στις επτά το βράδυ. Έτσι για τουλάχιστον πέντε μήνες το χρόνο, πάρα πολλοί συμπολίτες μας πηγαίνουν στη δουλειά με τον ήλιο να καίει και φεύγουν λίγο πριν ή λίγο μετά τη δύση του. Το πιο περίεργο, όμως είναι ότι προσαρμόζονται. Εμφανίζονται κάθιδροι στο επαγγελματικό τους ραντεβού στη 1 το μεσημέρι και σου λένε με στόμφο : "Καλησπέρα". Τι να τους πεις, για ποια εσπέρα να μιλήσεις που έξω καίγεται το σύμπαν; Κι όταν φύγουν πώς να τους αποχαιρετήσεις; Να τους πεις καληνύχτα στις 2;
Οικονομικά, για τον καθένα ξεχωριστά, αλλά και το κράτος, υπάρχουν και πλεονεκτήματα· η οικιακή κατανάλωση ρεύματος, για παράδειγμα, πέφτει στο ελάχιστο κατά τις πιο κρίσιμες ώρες. Ψυχικά και σωματικά όμως, μας διαλύει. Βρισκόμαστε να δουλεύουμε, για παράδειγμα, στις 4 το μεσημέρι με θερμοκρασίες που κυμαίνονται από 30ºC έως 45ºC, όχι μόνο όσοι εξ’ημών είναι σε γραφεία αλλά και όσοι κινούνται επαγγελματικά γύρω από αυτό το σύστημα και εξυπηρετούν μεταφορές, εστίαση και αγορές. To αποτέλεσμα είναι στις 7 ή 8 το βράδυ, μετά από ένα πλήρες δεκάωρο εργασίας, κανείς να μην έχει κουράγιο για τίποτα άλλο από το να γυρίσει σπίτι του, να φάει και μετά από λίγο να κοιμηθεί.
Εκείνη την ώρα, που θα ξεφυλλίσει την εφημερίδα του ή θα χαζέψει στην τηλεόραση θα πέσει πάνω και σε ένα αφιέρωμα σχετικά με το πόσο υγιεινές είναι οι σαλάτες κι ο ύπνος, θα το ακολουθήσει και θα καταλήξει ένας υγιής μανιοκαταθλιπτικός που περιφέρει τη μιζέρια του από το σπίτι στο γραφείο και αντίστροφα. Σκεφθείτε όμως πόσο πιο ωραία θα ήταν η ζωή σας αν το ωράριο σας ήταν αυτό που έπρεπε. Αυτό που η Ελλάδα ακολουθούσε κατά τη δεκαετία του ’80. Τότε που εσείς ή μάλλον ο πατέρας σας, το μεσημεράκι είχε σχολάσει ή κλείσει το μαγαζί, έτρωγε ένα κανονικό γεύμα και έπαιρνε κι έναν υπνάκο ώστε να ξεκουράσει σώμα και μυαλό από όλη τη φόρτιση της ημέρας. Θα υπήρχε τότε χρόνος για καφέ ή δε θα υπήρχε; Θα μπορούσε κανείς να πάει σε ένα θερινό σινεμά και μετά να πιει ένα ποτάκι με την παρέα του ή όχι; Εναλλακτικά, θα μπορούσε κάθε μεσημέρι να καταλήγει σε μία παραλία και τελικά να κάνει 60 ή 70 θαλασσινά μπάνια το χρόνο αντί των όσων κάνει τώρα; (όχι πολύ περισσότερα απ’όσα κάνει κι ένας Σουηδός)
Αντί λοιπόν όλα αυτά τα νέα έντυπα που ασχολούνται με την υγεία και την επιστήμη να αφιερώνουν σελίδες επί σελίδων στη γρίπη των χοίρων και πως αυτή προέκυψε στο Μεξικό, ας προωθήσουν τη σιέστα, τα κοκτέιλ και το ξενύχτι ως χαρακτηριστικά αυτής της μεγάλης χώρας. Έτσι ίσως περιορισθεί και η περίφημη νόσος της χειρός η οποία εσχάτως θερίζει στην πολύπαθη Ελλάδα. Οι Daltons είναι έτοιμοι να συνδράμουν παντοιοτρόπως. Αρχικά με ιδέες. Ας ονομάσουμε τις ημέρες που απομένουν μέχρι να τελειώσει ο Ιούνιος Mexico days κι ας προσπαθήσουμε να διαμορφώσουμε έτσι το πρόγραμμά μας ώστε να βρεθούμε τρεις τουλάχιστον νύχτες (καθημερινές, όχι Σάββατα που ξεχύνονται οι "έγκλειστοι") έξω για ποτό, φαγητό ή ό,τι άλλο επιθυμεί ο καθένας.
Γιατί όταν η Ελεάννα Παπαϊωάννου τραγουδάει το "Τέσσερις και μισή" καλό είναι είτε να τη βλέπεις από το τραπέζι κάτω στην πίστα ή τουλάχιστον να την ακούς από το μπαρ ή το αμάξι και να μην ντρέπεσαι να κοιτάξεις το ρολόι.
Αν οι ιδέες δεν είναι αρκετές και απαιτείται κάτι πιο χειροπιαστό, οι υπερήρωες No-iceman, One-iceman, Mud και Marconi, μόλις δουν το σήμα της φωτεινής μποτίλιας στον καλοκαιρινό ουρανό του Boredom city, θα σπεύσουν να προσφέρουν καλή παρέα σε όποιον το έχει ανάγκη. Πολυλογάδες, χαβαλέδες, αξιοπρεπείς πότες είμαστε ό,τι πρέπει για παρέα. Σε προβλήματα συναισθηματικά, προσφέρουμε και συμβουλές. Γιατί ήρθε ή ώρα να το μάθετε. Οι Daltons δεν είμαστε απλοί άνθρωποι, είμαστε οι ανιδιοτελείς σούπερ ήρωες της κονσομασιόν. Σταματήστε λοιπόν να κοιτάζετε με ζήλια τις παρέες που περνούν κάτω από το μπαλκόνι σας κι εκμεταλλευθείτε μας.
Σχόλια
Ο εξορφθολογισμός και τα κλιμακωτά ωράρια αδελφέ William δεν ήταν αποτέλεσμα συνεργασιών με ξένους αλλά αποτέλεσμα κεντρικού σχεδιασμού για τη διευκόλυνση της κίνησης κυρίως στο κέντρο. Οι ιδιωτικοί υπάλληλοι βγαίνουν στο δρόμο μία ώρα μετά τους δημόσιους. Αυτό ήταν το concept της μετατροπής τους ωραρίου από 8-4 σε 9-5.
Το μέτρο σίγουρα ορθό μιας και αν έβγαιναν όλοι μαζί δεν θα δουλεύαμε όλοι από το αυτοκίνητο.
Τώρα το ότι οι εργοδότες δημιουργούν συνθήκες για 9-8 σε ορισμένους είναι διαφορετική υπόθεση.
Όσο για το καλησπέρα στη μία είναι ορθόν. Η εσπέρα ξεκινά την δωδεκάτη μεσημβρινή τυπικά. Το ότι είναι ακόμα μέρα είναι μία άλλη ιστορία.
Λεξικό Τριανταφυλλίδη
εσπέρα η [espéra] O25α : (λόγ.) το χρονικό διάστημα από τη δύση του ήλιου ώσπου να πέσει το σκοτάδι ή και ακόμη πιο αργά, το βράδυ: Aπό πρωίας μέχρις εσπέρας, από το πρωί ως το βράδυ. [λόγ. < αρχ. ἑσπέρα]
Λεξικό Κριαρά
εσπέρα η· ’σπέρα· γεν. ασπέρας. Βράδι: Διγ. Ζ 194. Η γεν. εσπέρας και ασπέρας επιρρ. = κατά το βράδι: λέγε τον ψαλμόν πρωί και εσπέρας Ιατροσ. 2189· εδώκαν τον λόγον τους ασπέρας Μαχ. 56634. [αρχ. ουσ. εσπέρα. Ο τ. ’σπέρα στον Somav. και σήμ. ιδιωμ. γεν. ασπέρας και σήμ. κυπρ.]
Αντίστοιχο του afternoon δεν υπάρχει στα Ελληνικά.
Αν τα ντολμαδάκια δυσκολεύουν, δεκτά και μερικά εξαιρετικά γλυκά. Γενικά, αν με φιλέψεις κάτι εκείνη την ώρα, πες μου και καληνύχτα θα το αντέξω.