Giovanni Silva de Oliveira

Ακολουθώ φανατικά τον Ολυμπιακό. Από το 1989 πηγαίνω κάθε χρόνο 15-20 φορές στο γήπεδο. Είχα τη χαρά και τη τύχη να δω ορισμένους εκπληκτικούς παίκτες, τον Rivaldo, τον Detari, το μακαρίτη το Funes, τον Protasov, τον Karembeu κλπ.

Αλλά αν για κάτι αισθάνομαι τυχερός είναι που μπόρεσα να δω τον Gio 6 χρόνια από κοντά. Πέρασα μεσημέρια και απογεύματα στο ΟΑΚΑ, στη Ριζούπολη και στο Καραϊσκάκης να τον θαυμάζω να χαϊδεύει τη μπάλα. Να της μιλάει και αυτή να τον υπακούει. Να κινείται στο γήπεδο με ένα δικό του ασύληπτο τρόπο.

Δεν είχε τη ποδοσφαιρική πάστα του Ribo, δεν είχε τη ποδοσφαιρική τρέλα του Lajos, δεν είχε το πάθος του Karembeu ούτε καν το φονικό ένστικτο του Protasov αλλά είχε κάτι δικό του μαγικό.

Για τους πολλούς και ανέραστους του ποδοσφαίρου ο Giovanni ήταν ένας περιπατητής που δεν μάρκαρε, δεν είχε θέση, ήταν για τσίρκο και διάφορα άλλα παρεμφερεί. Για εμάς τους ταπεινούς ήταν απλά η όαση στη ποδοσφαιρική μας μιζέρια.

Ήταν αυτός που έβγαζε τις πάσες με ένα ανεπαίσθητο ανάποδο φάλτσο ώστε η μπάλα να σταματάει στο πόδι του συμπαίκτη.

Ήταν αυτός που έκανε τα κοντρολ με τη μία και έκανε ήρωα τον εκάστοτε συμπαίκτη του.

Ήταν αυτός που δοκίμαζε τις ποδιές, πέρναγε τη μπάλα πάνω από τον αντίπαλο, έκανε λόμπες και τακουνάκια. Ήταν αυτός που έκανε το χρόνο να σταματάει καθώς προσπαθούσαμε να θυμηθούμε τι είχε κάνει πριν.

Είναι αυτός που έκανε μεγάλα παιδιά να κλαίνε γοερά εκείνο το απόγευμα που μάθαμε ότι φεύγει, εκείνος που κάθε φορά ασυναίσθητα αναζητώ στο γήπεδο, εκείνος που κατάφερε να γίνει ο μοναδικός παίκτης στην ιστορία του Ολυμπιακού που αγόρασα τη φανέλα του τη μέρα που έμαθα ότι φεύγει.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τα μηνύματα μίας ενδεχόμενης αποχής

Η κόλαση είναι οι άλλοι

Αχελώος, ΦΠΑ, πιγκουίνοι και μπιφτέκια