Ο "Σκληρός" (3)
Ξημέρωνε πια…! Ο ουρανός ήταν «ντυμένος» με υπέροχα χρώματα και ο ήλιος σιγά σιγά έκανε την εμφάνισή του στο βάθος, εκεί που ενωνόταν ο μαβής ουρανός και η γαληνεμένη θάλασσα. Ο χρυσός δίσκος, ακόμα όχι πολύ φωτεινός, μόλις που διακρινόταν πίσω από το καΐκι που έφευγε από το λιμάνι. Ο «σκληρός» δεν συμμεριζόταν τη ρομαντική διάθεση των κοριτσιών, με τα οποία έφευγε μαζί τώρα από το «sexy dolls». Αυτές ονειρευόντουσαν… ρομάντζα και εκείνος ένα διπλό πατσά χοντροκομμένο, με μπόλικο μπούκοβο* για να στρώσει το στομάχι μετά από τόσα Ballantines. Αφού χαιρέτησε τις τσούπρες που κατευθύνονταν στο διπλανό φούρνο για να φάνε το… κατιτίς τους , αυτός σκυφτός και βαρύς πήρε το δρόμο προς το «Μερακλίδικο», το πιο καλό πατσατζίδικο της πιάτσας. Με το που έστριψε στο στενό, χαιρέτησε δυο τρία μαγκάκια και τα ρουθούνια του γέμισαν από την ευωδιά του Αθηναγόρα, του ιδιοκτήτη και… μάστορα του εστιατορίου. Το μαχαίρι που ψιλοέκοβε τον πατσά ακούγονταν μέχρι έξω και ο Βάγγος επιτάχυνε το βήμα μου για να μπει γρήγορα – αλλά όπως πάντα καμαρωτά- στο μαγαζί. Εκεί τον υποδέχτηκαν σαν… ήρωα της περιοχής, να μην πω σα δήμαρχο!
Αφού ο Βάγγος έκανε τις δημόσιες σχέσεις του, διάλεξε ένα τραπέζι στη γωνιά, δίπλα στη τζαμαρία, και για να έχει στο οπτικό του πεδίο όλο το μαγαζί και να ελέγχει, αλλά και για να βλέπει έξω την κίνηση στο δρομάκι. Δεν χρειάστηκε καν να παραγγείλει. Τον ήξεραν καλά εκεί. Αμέσως ήρθε το πανεράκι με το ψωμί να ξεχειλίζει και μέσα το κουτάλι. Συνοδευόταν από μία μπίρα, έτσι για το… σβήσιμο. Σε δύο λεπτά ήρθε και η γαβάθα (σε πιάτο δεν χωρούσε η ποσότητα) με τον μοσχοβολιστό πατσά. Πρώτη κίνηση το γέμισμα της γαβάθας με μπούκοβο και μπόλικο ξύδι, μετά ανακάτεμα καλό και ύστερα καμιά δεκαπενταριά μπουκιές ψωμί, ρίχτηκαν στη σούπα για να παπαριάσουν. Η ιεροτελεστία είχε ολοκληρωθεί, οπότε… βούρ στον πατσά που λένε, αλλά στην προκειμένη περίπτωση ήταν κυριολεκτικό. Ο «Σκληρός» έτρωγε με λύσσα, λες και κάποιος θα του έπαιρνε το πιάτο, ε συγγνώμη τη γαβάθα ήθελα να πω, από μπροστά του. Ο Βάγγος σε πολλά πράγματα μπορούσε να αντισταθεί, όχι όμως σε λαχταριστό πατσά. Αφού τον καταβρόχθισε λοιπόν, άναψε ένα σέρτικο και κοιτούσε το γλυκοχάραμα από το παράθυρο του «Μερακλίδικου». Μέσα στα σύννεφα καπνού, το βλέμμα του έδειχνε ταξιδιάρικο. Ο νους του ήταν αλλού. Στην κουβέντα με τον Βρασίδα, τον μελλοθάνατο το Μήτσο τον στραβοτζούρη και βέβαια τα 100 χιλιάρικα, που θα τον ξελάσπωναν, γιατί ο κόσμος πλέον ήταν χορτασμένος από μπουτάκια και βυζάκια και το μαγαζί του δεν γνώριζε τις πιένες του παρελθόντος. Στη σκέψη αυτή έσκασε ένα στραβό χαμόγελο, γιατί είχε πιάσει κορόιδο τον Βρασίδα. Τον Μήτσο θα τον ξεκοίλιαζε και με 30 χιλιάρικα! Αφού πέρασαν αυτές οι σκέψεις από το μυαλό του, πέρασε και η ώρα, οπότε έκανε νόημα για το λογαριασμό. Αντί όμως να έρθει ο σερβιτόρος, πήγε κοντά του το αφεντικό, ο Αθηναγόρας, του έκλεισε το μάτι, του είπε πως ο πατσάς ήταν κερασμένος και παράλληλα του ζήτησε να πει μια καλή κουβέντα στη Μαρίζα, η οποία τον είχε τρελάνει με τα ναζάκια και τα τερτίπια της!

Συνεχίζεται…
*μπούκοβο: Αποξηραμένη κόκκινη καυτερή πιπεριά, κομματιασμένη σε πολύ λεπτές φλούδες
ΥΓ. Να τονίσω στο κοινό, ότι ακόμα δεν έχω πάρει ούτε σεντ.
Σχόλια