Φεβρουάριος
"τοιγάρ εγώ τοι, ξείνε, μάλ' ατρεκέως αγορεύσω.
μήτηρ μέν τέ μέ φησι τού έμμεναι, αυτάρ εγώ γε
ουκ οίδ'. ου γάρ πώ τις εόν γόνον αυτός ανέγνω"
Οδύσσ. α, 214-216
“Τι με τραβάς παράμερα; Τι θέλεις από μένα;
Λέγε την σκέψη σου γοργά – πολλά-πολλά δεν θέλω
με τύπους, που τη βρίσκουνε άλλων να τρώνε πλούτη!”
Σαν αστραπές που ξεπηδούν τού Δία απ’ την φαρέτρα
μοιάζανε του Τηλέμαχου τα πυρωμένα μάτια.
Κι ο Αντίνοος, απρόθυμος στόχος της καταιγίδας,
βαθειά του επιδοκίμαζε του νεαρού την άψη,
όμως δεν το ‘δειξε στιγμή. Δεν έδινε ποτέ του
δικαίωμα κι αναγνώριση στον άντρα απέναντί του,
κι ούτε και του Τηλέμαχου θα ‘κανε τέτοιο δώρο -
κι ας έβλεπε στον τσαμπουκά και στην γοργή την γλώσσα
της Πηνελόπης τού βλαστού, του εαυτού του χάρες.
Σαν την παλάμη, που όλοι μας πιάνουμε το κοντάρι,
το ‘ξερε: είν’ ανώφελο τούτον να κολακέψει.
“Χαλάρωσε, πιτσιρικά! Διόλου σοφό δεν είναι
να προκαλείς την τύχη σου με άντρα ανώτερό σου –
ιδίως αν κυκλοφορεί με συνοδό οπλισμένο.
Όση κι αν μου ‘δινε χαρά μάθημα να σου δώσω
για το κακό σου φέρσιμο, άλλα στον νου μου έχω.
Άκου λοιπόν όσα θα πω, κι αυτά που θα προτείνω,
αν θες στ’ αλήθεια να σωθεί το βιός τού Οδυσσέα!”
Όπως ο σπόρος χώνεται στο γόνιμο χωράφι,
έτσι άκουσε ο Τηλέμαχος τα λόγια τού μνηστήρα.
Κι ενώ στιγμή δεν έσπασε της όψης του η σκληράδα,
με την σιωπή του έδειξε την περιέργειά του.
Χαμογελά ο Αντίνοος, κι εξιστορεί το πλάνο:
“Όσοι Αχαιοί ταξίδεψαν στης Τροίας τα παράλια
κι από του Άδη γλίτωσαν το κοφτερό δρεπάνι,
θέλεις αργά, θες γρήγορα, στα σπίτια τους γυρίσαν.
Χρόνια κυλήσανε οκτώ που πάρθηκε το κάστρο
κι ακόμη ν’ αντικρύσουμε το πλοίο τού Οδυσσέα!
Τον γυρισμό τού βασιλιά σε τούτο το παλάτι
είναι, νομίζω, μάταιο να περιμένεις κι άλλο.
Κι αφού σιμώνει η ώρα σου τον βασιλιά να κάνεις,
ξέρω πολλούς ανάμεσα σε τούτο το λεφούσι
που ορέγεται την μάνα σου και τα λεφτά τού αντρός της
που με σπουδή θα φρόντιζαν απ’ το λαιμό να κόψουν
την κεφαλή, που πρόκειται το στέμμα να φορέσει,
κι έτσι με μιας ν’ αρπάξουνε βασίλισσα και θρόνο!
.
Λέγε την σκέψη σου γοργά – πολλά-πολλά δεν θέλω
με τύπους, που τη βρίσκουνε άλλων να τρώνε πλούτη!”
Σαν αστραπές που ξεπηδούν τού Δία απ’ την φαρέτρα
μοιάζανε του Τηλέμαχου τα πυρωμένα μάτια.
Κι ο Αντίνοος, απρόθυμος στόχος της καταιγίδας,
βαθειά του επιδοκίμαζε του νεαρού την άψη,
όμως δεν το ‘δειξε στιγμή. Δεν έδινε ποτέ του
δικαίωμα κι αναγνώριση στον άντρα απέναντί του,
κι ούτε και του Τηλέμαχου θα ‘κανε τέτοιο δώρο -
κι ας έβλεπε στον τσαμπουκά και στην γοργή την γλώσσα
της Πηνελόπης τού βλαστού, του εαυτού του χάρες.
Σαν την παλάμη, που όλοι μας πιάνουμε το κοντάρι,
το ‘ξερε: είν’ ανώφελο τούτον να κολακέψει.
“Χαλάρωσε, πιτσιρικά! Διόλου σοφό δεν είναι
να προκαλείς την τύχη σου με άντρα ανώτερό σου –
ιδίως αν κυκλοφορεί με συνοδό οπλισμένο.
Όση κι αν μου ‘δινε χαρά μάθημα να σου δώσω
για το κακό σου φέρσιμο, άλλα στον νου μου έχω.
Άκου λοιπόν όσα θα πω, κι αυτά που θα προτείνω,
αν θες στ’ αλήθεια να σωθεί το βιός τού Οδυσσέα!”
Όπως ο σπόρος χώνεται στο γόνιμο χωράφι,
έτσι άκουσε ο Τηλέμαχος τα λόγια τού μνηστήρα.
Κι ενώ στιγμή δεν έσπασε της όψης του η σκληράδα,
με την σιωπή του έδειξε την περιέργειά του.
Χαμογελά ο Αντίνοος, κι εξιστορεί το πλάνο:
“Όσοι Αχαιοί ταξίδεψαν στης Τροίας τα παράλια
κι από του Άδη γλίτωσαν το κοφτερό δρεπάνι,
θέλεις αργά, θες γρήγορα, στα σπίτια τους γυρίσαν.
Χρόνια κυλήσανε οκτώ που πάρθηκε το κάστρο
κι ακόμη ν’ αντικρύσουμε το πλοίο τού Οδυσσέα!
Τον γυρισμό τού βασιλιά σε τούτο το παλάτι
είναι, νομίζω, μάταιο να περιμένεις κι άλλο.
Κι αφού σιμώνει η ώρα σου τον βασιλιά να κάνεις,
ξέρω πολλούς ανάμεσα σε τούτο το λεφούσι
που ορέγεται την μάνα σου και τα λεφτά τού αντρός της
που με σπουδή θα φρόντιζαν απ’ το λαιμό να κόψουν
την κεφαλή, που πρόκειται το στέμμα να φορέσει,
κι έτσι με μιας ν’ αρπάξουνε βασίλισσα και θρόνο!
.
Του Κάτω Κόσμου σύντομα τις λίμνες θ’ αντικρύσεις,
εκτός αν με το μέρος μου ταχθείς και με συνδράμεις.
Γιατί εγώ δεν καίγομαι να ηγηθώ τού τόπου
και να γεμίσω το φτωχό μυαλό μου με σκοτούρες.
Χαλάλι σου το αξίωμα, κι η δόξα χάρισμά σου –
αρκεί να με καλοδεχτείς, να μ’ ‘αποκαταστήσεις’,
σαν αντιβασιλέα σου κι άντρα τής Πηνελόπης.
Δέξου το, και στο υπόσχομαι: κανείς δεν θα πειράξει
ούτε μια τρίχα απ’ τα μαλλιά τού βασιλιά τσ’ Ιθάκης.”
“Και πώς σκοπεύεις την φτηνή ζωή μου να γλιτώσεις;”,
ρώτησεν ο Τηλέμαχος. Κι απάντησε ο δελφίνος,
“Το κάστρο μου είναι κοντά – ούτε μια μέρα δρόμος.
Κει μέσα συγκεντρώθηκαν άνθρωποι έμπιστοί μου
στον αριθμό ενενήκοντα, πολεμιστές ανδρείοι.
Αν πεις το ναι, τότε γοργά τον κήρυκα θα στείλω
να τους μηνύσει να φανούν, να ετοιμαστούν για φόνο.
Κι έξω απ’ την πύλη πάνοπλοι θα ‘ρθουν την τρίτη μέρα
και μιλημένοι οι φρουροί μέσα θα τους περάσουν,
κι αυτοί το έργο τ’ άνομο σίγουρα θα τελειώσουν
και θα ‘σαι πάλι ο νόμιμος του παλατιού αφέντης.”
Όσο το κλωθογύριζε στο νου του ο πιτσιρίκος
τόσο το καλοδέχονταν το δόλιο τούτο πλάνο.
Ν’ αντρειεύεις είναι δύσκολο μακρυά από πατέρα
και να στερείσαι από μικρός του παιχνιδιού τις χάρες
κι ελόγου του είχε βαρεθεί και βάσανα και φόβο
και των απρόσκλητων σκυλιών τις προσβολές, τα αίσχη.
Κι ο Αντίνοος δεν ήταν δα και φύρα ανάμεσά τους –
του βασιλιά ισάξιο τον λογαριάζαν όλοι,
και είχε κότσια, πονηριά, και την σοφή την σκέψη
καλή να δώσει συμβουλή στη δύσκολη την ώρα.
Τον θαύμαζε ο Τηλέμαχος κρυφά, και πότε ευχόταν
να μοιάζει του ο που χάθηκε στην ξενιτειά πατέρας.
Αυτά σκεφτόταν, κι είπε τελικά του Αντινόου,
“Όλα καλά. Αρκεί να πει το ναι κι η Πηνελόπη.”
Ο Αντίνοος τον κοίταξε με τα βαθειά του μάτια
και δίστασε για μια στιγμή. “Άκου μικρέ”, αποκρίθη,
“δεν είναι διόλου φρόνιμο σε τέτοιες υποθέσεις
να λογαριάζεις σοβαρά των γυναικών τη γνώμη.
Γι’ άλλα τις πλάσαν οι θεοί, κι όχι για νουθεσίες.
Μ’ αν θες να ‘χεις την έγκριση τής όμορφής σου μάνας
γι’ αυτόν, που συμφωνήσαμε να ‘χει στην κλίνη αφέντη,
τότε να τρέξεις να την βρεις. Πως θα δεχτεί το ξέρω.”
Σάστισεν ο Τηλέμαχος από τα λόγια τούτα,
μα ευθύς αντικατέστησε οργή την σαστιμάρα
και πριν ο αθυρόστομος μνηστήρας αντιδράσει
στόλιζε το λαρύγγι του τού νεαρού η λεπίδα.
Τα μάτια του κοκκίνισαν σαν του Ήφαιστου τ’ αμόνι
και τρέμοντας τον ρώτησε, “Τι θες να πεις; Τι ξέρεις;”
“Κάτσε καλά πιτσιρικά, μάζεψε το σπαθί σου”,
ακούστηκε η σταθερή φωνή τού υπηρέτη
που τον μνηστήρα πρόστρεχε. “Έτσι και τον σκοτώσεις,
παρέα θα μπαρκάρετε απόψε για τον Άδη.”
Το ξίφος του είχε με άνεση περίσσια λευτερώσει,
την φουσκωμένη ζύγιαζε του Τηλεμάχου φλέβα,
μα η μπόρα δεν εκόπαζε. “ΤΙ ΘΕΣ ΝΑ ΠΕΙΣ; ΤΙ ΞΕΡΕΙΣ;”
ούρλιαξε ο επίδοξος φονιάς. “Να πας να βρεις εκείνη”,
του γύρισε ο Αντίνοος, “εκείνη να ρωτήσεις!”
Έξω φρενών ο διάδοχος τού θρόνου τής Ιθάκης
αφήνει στην τρομάρα του τον κάτωχρο δελφίνο
και δρασκελώντας τα σκαλιά σαν άτι μανιασμένο
ορμά στα διαμερίσματα της ακριβής του μάνας.
Την πέτυχε στον αργαλειό, να υφαίνει τραγουδώντας,
κι η όψη του κοκάλωσε στα χείλη το τραγούδι.
“Τι τρέχει, γιε μου;”, ρώτησε. “Γιατί φουρτουνιασμένος;”
“Απάντησέ μου ειλικρινά: πλάγιασες με κανέναν
εκτός από τον βασιλιά;” Πάγωσε η Πηνελόπη
κι έστρεψε αλλού το βλέμμα της. “ΑΠΑΝΤΗΣΕ ΜΟΥ, ΕΙΠΑ!
ΜΕ ΠΟΙΟ ΣΚΥΛΙ ΚΟΙΜΗΘΗΚΕΣ;” Της μάνας το χαστούκι
έδωσε τέλος βίαιο στην προσβολή τού νέου.
“Εκτός απ’ τον πατέρα σου, που δεν έχεις γνωρίσει,
εκτός από τον βασιλιά κι αφέντη αυτού του τόπου
μ’ άλλονε δεν κοιμήθηκα.” “Ε, τότε να ευχηθούμε
να ‘ναι το ίδιο πρόσωπο, αφέντης και πατέρας.”
Η Πηνελόπη βούρκωσε, και στων θαμπών ματιών της
την ταραγμένη την θωριά μετάνιωσε ο γιος της.
Βγήκε απ’ το δώμα τρέχοντας της έρημης μητέρας.
Το κλάμα δεν αντέχανε του άλλου ο καθένας.
εκτός αν με το μέρος μου ταχθείς και με συνδράμεις.
Γιατί εγώ δεν καίγομαι να ηγηθώ τού τόπου
και να γεμίσω το φτωχό μυαλό μου με σκοτούρες.
Χαλάλι σου το αξίωμα, κι η δόξα χάρισμά σου –
αρκεί να με καλοδεχτείς, να μ’ ‘αποκαταστήσεις’,
σαν αντιβασιλέα σου κι άντρα τής Πηνελόπης.
Δέξου το, και στο υπόσχομαι: κανείς δεν θα πειράξει
ούτε μια τρίχα απ’ τα μαλλιά τού βασιλιά τσ’ Ιθάκης.”
“Και πώς σκοπεύεις την φτηνή ζωή μου να γλιτώσεις;”,
ρώτησεν ο Τηλέμαχος. Κι απάντησε ο δελφίνος,
“Το κάστρο μου είναι κοντά – ούτε μια μέρα δρόμος.
Κει μέσα συγκεντρώθηκαν άνθρωποι έμπιστοί μου
στον αριθμό ενενήκοντα, πολεμιστές ανδρείοι.
Αν πεις το ναι, τότε γοργά τον κήρυκα θα στείλω
να τους μηνύσει να φανούν, να ετοιμαστούν για φόνο.
Κι έξω απ’ την πύλη πάνοπλοι θα ‘ρθουν την τρίτη μέρα
και μιλημένοι οι φρουροί μέσα θα τους περάσουν,
κι αυτοί το έργο τ’ άνομο σίγουρα θα τελειώσουν
και θα ‘σαι πάλι ο νόμιμος του παλατιού αφέντης.”
Όσο το κλωθογύριζε στο νου του ο πιτσιρίκος
τόσο το καλοδέχονταν το δόλιο τούτο πλάνο.
Ν’ αντρειεύεις είναι δύσκολο μακρυά από πατέρα
και να στερείσαι από μικρός του παιχνιδιού τις χάρες
κι ελόγου του είχε βαρεθεί και βάσανα και φόβο
και των απρόσκλητων σκυλιών τις προσβολές, τα αίσχη.
Κι ο Αντίνοος δεν ήταν δα και φύρα ανάμεσά τους –
του βασιλιά ισάξιο τον λογαριάζαν όλοι,
και είχε κότσια, πονηριά, και την σοφή την σκέψη
καλή να δώσει συμβουλή στη δύσκολη την ώρα.
Τον θαύμαζε ο Τηλέμαχος κρυφά, και πότε ευχόταν
να μοιάζει του ο που χάθηκε στην ξενιτειά πατέρας.
Αυτά σκεφτόταν, κι είπε τελικά του Αντινόου,
“Όλα καλά. Αρκεί να πει το ναι κι η Πηνελόπη.”
Ο Αντίνοος τον κοίταξε με τα βαθειά του μάτια
και δίστασε για μια στιγμή. “Άκου μικρέ”, αποκρίθη,
“δεν είναι διόλου φρόνιμο σε τέτοιες υποθέσεις
να λογαριάζεις σοβαρά των γυναικών τη γνώμη.
Γι’ άλλα τις πλάσαν οι θεοί, κι όχι για νουθεσίες.
Μ’ αν θες να ‘χεις την έγκριση τής όμορφής σου μάνας
γι’ αυτόν, που συμφωνήσαμε να ‘χει στην κλίνη αφέντη,
τότε να τρέξεις να την βρεις. Πως θα δεχτεί το ξέρω.”
Σάστισεν ο Τηλέμαχος από τα λόγια τούτα,
μα ευθύς αντικατέστησε οργή την σαστιμάρα
και πριν ο αθυρόστομος μνηστήρας αντιδράσει
στόλιζε το λαρύγγι του τού νεαρού η λεπίδα.
Τα μάτια του κοκκίνισαν σαν του Ήφαιστου τ’ αμόνι
και τρέμοντας τον ρώτησε, “Τι θες να πεις; Τι ξέρεις;”
“Κάτσε καλά πιτσιρικά, μάζεψε το σπαθί σου”,
ακούστηκε η σταθερή φωνή τού υπηρέτη
που τον μνηστήρα πρόστρεχε. “Έτσι και τον σκοτώσεις,
παρέα θα μπαρκάρετε απόψε για τον Άδη.”
Το ξίφος του είχε με άνεση περίσσια λευτερώσει,
την φουσκωμένη ζύγιαζε του Τηλεμάχου φλέβα,
μα η μπόρα δεν εκόπαζε. “ΤΙ ΘΕΣ ΝΑ ΠΕΙΣ; ΤΙ ΞΕΡΕΙΣ;”
ούρλιαξε ο επίδοξος φονιάς. “Να πας να βρεις εκείνη”,
του γύρισε ο Αντίνοος, “εκείνη να ρωτήσεις!”
Έξω φρενών ο διάδοχος τού θρόνου τής Ιθάκης
αφήνει στην τρομάρα του τον κάτωχρο δελφίνο
και δρασκελώντας τα σκαλιά σαν άτι μανιασμένο
ορμά στα διαμερίσματα της ακριβής του μάνας.
Την πέτυχε στον αργαλειό, να υφαίνει τραγουδώντας,
κι η όψη του κοκάλωσε στα χείλη το τραγούδι.
“Τι τρέχει, γιε μου;”, ρώτησε. “Γιατί φουρτουνιασμένος;”
“Απάντησέ μου ειλικρινά: πλάγιασες με κανέναν
εκτός από τον βασιλιά;” Πάγωσε η Πηνελόπη
κι έστρεψε αλλού το βλέμμα της. “ΑΠΑΝΤΗΣΕ ΜΟΥ, ΕΙΠΑ!
ΜΕ ΠΟΙΟ ΣΚΥΛΙ ΚΟΙΜΗΘΗΚΕΣ;” Της μάνας το χαστούκι
έδωσε τέλος βίαιο στην προσβολή τού νέου.
“Εκτός απ’ τον πατέρα σου, που δεν έχεις γνωρίσει,
εκτός από τον βασιλιά κι αφέντη αυτού του τόπου
μ’ άλλονε δεν κοιμήθηκα.” “Ε, τότε να ευχηθούμε
να ‘ναι το ίδιο πρόσωπο, αφέντης και πατέρας.”
Η Πηνελόπη βούρκωσε, και στων θαμπών ματιών της
την ταραγμένη την θωριά μετάνιωσε ο γιος της.
Βγήκε απ’ το δώμα τρέχοντας της έρημης μητέρας.
Το κλάμα δεν αντέχανε του άλλου ο καθένας.
.
.
.
.
* Εορταί και επέτειοι: 4. μου αρέσει που κάθε χρόνο τέτοια μέρα ξεκοιλιάζομαι, λες και μετά θα νηστεύσω... 10. όταν μπάρκαρε για την Αχερουσία ο ιδανικός κι ανάξιος ασυρματιστής 14. του Αγίου Βαλεντίνου, ή αλλιώς: καίγοντας τον Βασιλιά Καρνάβαλο
Σχόλια
μερικές μας βολεύουνε όλους.
Μα αν βαστάς στη μια στάσου και πες
"Δείξε του προδομένου τους ρόλους".
Δυστυχώς δεν μπορώ να σας ακολουθήσω στον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο. Έξοχος! Αποκαλύπτομαι!
το καπέλο, ή το παντελόνι?
για να ξέρουμε!!!!!