Φεβρουάριος
Αυρήλιος έφα
Δύο μεγάλοι σάκοι, ένας για τον καθένα. “Αυτούς μόνον θα πάρετε μαζί σας. Φροντίστε, λοιπόν, να τους γεμίσετε συνετά”, τους είχε πει. Εντελώς απρόσμενα, η ετοιμασία ενός ταξιδιωτικού σάκου είχε γίνει μείζον ζήτημα για τον Αδάμ, που για πρώτη φορά στην σύντομη ζωή του βρισκόταν αντιμέτωπος με την υποχρέωση να επιλέξει – κι αν η επιλογή ήταν μέχρι σήμερα ένα ευχάριστο παιγνίδι μάθησης για τον Πρωτόπλαστο, η γνωριμία με την υποχρέωση τού δημιουργούσε μιαν αόριστη δυσφορία, έναν κόμπο στο στομάχι, παρόμοιο μ’ αυτόν που τον επισκέφθηκε όταν έφαγε εκείνο το μήλο. “Πώς μας έφερε ως εδώ ένα μήλο;”, μονολόγησε τσαντισμένος – κι ύστερα αποφάσισε να σταματήσει να το σκέπτεται και ν’ αφοσιωθεί στην προετοιμασία. “Έχετε τρεις ώρες καιρό”, τους είχε πει, “κι αυτό θα πει χρόνος”, είχε προσθέσει, κοιτάζοντάς τον κατάματα. Κι άλλος κόμπος. Στο εξής, ο Αδάμ θα έδινε περισσότερη σημασία στα μηνύματα που του έστελνε το σώμα του.
“Έχουμε και λέμε: οδοντόβουρτσα, ξυριστικά, πετσέτα…”
“Μήπως είδες πού άφησα την βούρτσα μου;”
“Και πού θες να ξέρω; Στο κεφάλι σου κοίταξες;”
Το πυρόξανθο “κεφάλι της” ξεπρόβαλε από το διπλανό δωμάτιο. “Γιατί δεν του ρίχνεις εσύ μια ματιά;”, αποκρίθηκε στον ίδιο, προκλητικό τόνο.
Δεν γύρισε προς το μέρος της, κι ας ένοιωθε το βλέμμα της να του καίει το δέρμα. Καμώθηκε τον απορροφημένο με το πακετάρισμα, μέχρι που η Εύα κουράσθηκε να περιμένει την απάντησή του κι επέστρεψε στον σάκο της. Μετά τα γεγονότα με το μήλο, η παρουσία της στον χώρο τον εκνεύριζε αφόρητα, η φωνή της έμοιαζε να παίζει αρπίσματα με τα νεύρα του, να τον προκαλεί να την χαστουκίσει. Δεν της άξιζε άλλωστε τιμωρία για όσα είχε προκαλέσει; Όχι μόνον είχε παραβεί την εντολή Του, αλλά τον είχε παρασύρει κι εκείνον – “έλα, μια δαγκωνίτσα μόνο”, του είχε πει, και του είχε φανεί αληθινά ασήμαντο, αμελητέο, φυσιολογικό. Κι η “δαγκωνίτσα” έγινε μπουκιά, βλωμός, κόμπος, καυγάς, παρεξήγηση, Οργή, αντίο Παράδεισος. Όχι, όχι χαστούκι. Ένα γερό χέρι ξύλο τής άξιζε.
“Γυαλιά ηλίου, αντιανεμικό, το τάβλι…”
“Αγάπη μου, δεν βρίσκω εκείνη την όμορφη πασμίνα πουθενά! Μήπως την…”
“Δεν μας χέζεις ρε Εύα με την πασμίνα;” Κατάπινες το μπαρούτι σε κάθε ανάσα.
“Τι είπες;” Όρμησε προς το μέρος του, τους χώριζαν πια μόνο δυο βήματα. Η ηλεκτρική εκκένωση αναπόφευκτη.
“Μα χάνεται ο κόσμος, Εκείνος μας πετάει έξω όπου να ‘ναι, κι εσύ ασχολείσαι με την πασμίνα;”
“Και τι θες να κάνω, δηλαδή; Να κλαίω την μοίρα μου, σαν εσένα;”
“Όχι, έχεις δίκιο! Η πασμίνα είναι σημαντικότερη απ’ αυτό που μας συμβαίνει…”
“Λίγο αργά δεν σ’ έπιασε ο πόνος;”
“Δεν ήμουν εγώ αυτός που παράκουσε…”
“Α, για μια στιγμή φιλαράκο”, ούρλιαξε, σε κατάσταση υστερίας. “Για μια στιγμή, γιατί στο τέλος θα μας πεις κι ότι σου βάλαμε το μήλο στο στόμα με το ζόρι!”
“Μπα, δεν χρειάστηκε! Μια χαρά δούλεψε το σχέδιό σου…”
“Μα έχεις τρελαθεί τελείως;;; Εσύ δηλαδή δεν έκανες τίποτα σ’ αυτήν την ιστορία; Αρκούσε να Του πεις ένα ‘συγγνώμη’, αυτό μόνο σου ζήτησε. Κι εσύ εκεί, βράχος, μονίμως ξεροκέφαλος! Ποιο σχέδιο ακριβώς εξυπηρετούσε η ξεροκεφαλιά σου, μου λες; Ή μήπως νομίζεις πως γουστάρω που μας πετάει στο δρόμο; Πως φτιάχνομαι στην ιδέα να σ’ ανέχομαι με κατεβασμένα μούτρα τώρα που… που δεν θα ‘χεις τον… τον Κολλητό σου…”
Το βίαιο ένστικτο που τον παρακινούσε εναντίον της παρέλυσε μεμιάς, καθώς την έβλεπε να καταρρέει μπροστά του, να γονατίζει και να σπάει σε χιλιάδες αναφιλητά, σε μυριάδες δάκρυα. Γονάτισε κι αυτός και την πήρε στην αγκαλιά του. Στιγμές νωρίτερα θα μπορούσε να της έχει κάνει κακό, τώρα υπέφερε να την βλέπει σε τέτοια κατάσταση. Την ένοιωθε να τρέμει, να ταράζεται από σπασμούς το κορμί της και φοβόταν ότι θα συντονισθεί κι ο ίδιος, σαν να ήταν κομμάτι από το δικό του κορμί που έπασχε, που κόντευε να εκραγεί. Σαν να ήταν οι δυο τους ένα… Έβαλε τα δυνατά του να την ηρεμήσει, και να καθησυχάσει κι εκείνον τον πόνο, που τον χτυπούσε αριστερά, στα πλευρά, ελαφρώς πιο κάτω από το σημείο που φανταζόταν ότι βρίσκεται η καρδιά του – ένας συντονισμός αλλόκοτα οικείος, θα τον παραξένευε πολλές φορές στο μέλλον.
Πόσην ακριβώς ώρα πέρασαν αγκαλιασμένοι στο πάτωμα, η Εύα να κλαίει κι ο Αδάμ να την παρηγορεί, μόνον Εκείνος το ξέρει. Κάποια στιγμή, πάντως, η Εύα συνήλθε – όλη η ένταση που τα γεγονότα είχαν προκαλέσει μέσα της ξέσπασε, κι είχε μείνει τώρα άδεια, δίχως δυνάμεις, μα και δίχως τίποτα να την βαραίνει. Γύρισε και τον κοίταξε. “Ξέρεις, πιστεύω πως αν πας να Του μιλήσεις, να Τον παρακαλέσεις, να Του ζητήσεις συγγνώμη και για τους δυο, θα σ’ ακούσει. Δεν θέλει να μας διώξει, αυτό πιστεύω. Αλλά πρέπει να Του δείξεις ότι Τον καταλαβαίνεις…”
Σκέφθηκε αρκετά πριν της απαντήσει, “Το πρόβλημα είναι πως δεν Τον καταλαβαίνω και πολύ καλά! Προσπαθώ, αλλά δεν τα καταφέρνω πάντα. Και, ειλικρινά, θαρρώ πως όλη αυτή η ιστορία με το μήλο Του ‘χει γίνει έμμονη ιδέα…”. Σταμάτησε, τρομαγμένος με τον εαυτό του. Ούτε που φανταζόταν πως θα μπορούσε να κάνει τέτοιες σκέψεις, πριν δαγκώσει τον απαγορευμένο καρπό. Και να που εκείνη η επιλογή, στην οποία τον είχε “παρασύρει” η Εύα, η πρώτη σημαντική επιλογή τής ζωής του, του είχε ανοίξει τον δρόμο, του είχε μάθει πώς να επιλέγει. Με την ίδια αποφασιστικότητα, με την οποία θα πρέπει να τράβηξε το ξίφος του ο Αλέξανδρος, όταν αντίκρυσε εκείνον τον κόμπο στο Γόρδιο, ο Αδάμ απεφάνθη, “Ίσως είναι καλύτερα έτσι τα πράγματα. Ίσως πρέπει να δούμε τι υπάρχει έξω από Εκείνον, για να καταλάβουμε”.
“Θα είναι δύσκολα έξω από δω, αγάπη μου”, του είπε συνοφρυωμένη.
“Θα τα καταφέρουμε. Θα έχουμε ο ένας τον άλλο.”
Το πρόσωπό της φωτίσθηκε. “Αυτό ήταν το πιο γλυκό πράγμα που μου ‘χεις πει ποτέ!”
“Σήκω να ετοιμαστείς, πριν το μετανοιώσω και τρέξω να Τον βρω…”
Τον φίλησε γλυκά στο μάγουλο και σηκώθηκε. “Άντε, θα σου κάνω την χάρη να την αφήσω εδ…”. Η φράση έμεινε στην μέση. Η Εύα σωριάστηκε ξανά, διπλωμένη απ’ τους πόνους, κατακίτρινη, κρατώντας την κοιλιά της. Ο Αδάμ έπεσε πάνω της, μην ξέροντας τι να κάνει για να την ανακουφίσει. “Αυτό θα πει πανικός”, θα του έλεγε Εκείνος, αν τους έβλεπε. Ο πανικός τους θα έφθανε στην κορύφωσή του λίγα λεπτά αργότερα, καθώς ο πόνος τής Εύας θα υποχωρούσε με την έλευση τού αίματος, που θα έβαφε κόκκινη την έσω πλευρά των μηρών της.
“Τι είναι αυτό, καλέ μου;”, ρώτησε, τρομαγμένη απ’ το πρωτόφαντο θέαμα.
“Αυτό… είναι ο χρόνος”, αποκρίθηκε σκυθρωπός.
Δύο μεγάλοι σάκοι, ένας για τον καθένα. “Αυτούς μόνον θα πάρετε μαζί σας. Φροντίστε, λοιπόν, να τους γεμίσετε συνετά”, τους είχε πει. Εντελώς απρόσμενα, η ετοιμασία ενός ταξιδιωτικού σάκου είχε γίνει μείζον ζήτημα για τον Αδάμ, που για πρώτη φορά στην σύντομη ζωή του βρισκόταν αντιμέτωπος με την υποχρέωση να επιλέξει – κι αν η επιλογή ήταν μέχρι σήμερα ένα ευχάριστο παιγνίδι μάθησης για τον Πρωτόπλαστο, η γνωριμία με την υποχρέωση τού δημιουργούσε μιαν αόριστη δυσφορία, έναν κόμπο στο στομάχι, παρόμοιο μ’ αυτόν που τον επισκέφθηκε όταν έφαγε εκείνο το μήλο. “Πώς μας έφερε ως εδώ ένα μήλο;”, μονολόγησε τσαντισμένος – κι ύστερα αποφάσισε να σταματήσει να το σκέπτεται και ν’ αφοσιωθεί στην προετοιμασία. “Έχετε τρεις ώρες καιρό”, τους είχε πει, “κι αυτό θα πει χρόνος”, είχε προσθέσει, κοιτάζοντάς τον κατάματα. Κι άλλος κόμπος. Στο εξής, ο Αδάμ θα έδινε περισσότερη σημασία στα μηνύματα που του έστελνε το σώμα του.
“Έχουμε και λέμε: οδοντόβουρτσα, ξυριστικά, πετσέτα…”
“Μήπως είδες πού άφησα την βούρτσα μου;”
“Και πού θες να ξέρω; Στο κεφάλι σου κοίταξες;”
Το πυρόξανθο “κεφάλι της” ξεπρόβαλε από το διπλανό δωμάτιο. “Γιατί δεν του ρίχνεις εσύ μια ματιά;”, αποκρίθηκε στον ίδιο, προκλητικό τόνο.
Δεν γύρισε προς το μέρος της, κι ας ένοιωθε το βλέμμα της να του καίει το δέρμα. Καμώθηκε τον απορροφημένο με το πακετάρισμα, μέχρι που η Εύα κουράσθηκε να περιμένει την απάντησή του κι επέστρεψε στον σάκο της. Μετά τα γεγονότα με το μήλο, η παρουσία της στον χώρο τον εκνεύριζε αφόρητα, η φωνή της έμοιαζε να παίζει αρπίσματα με τα νεύρα του, να τον προκαλεί να την χαστουκίσει. Δεν της άξιζε άλλωστε τιμωρία για όσα είχε προκαλέσει; Όχι μόνον είχε παραβεί την εντολή Του, αλλά τον είχε παρασύρει κι εκείνον – “έλα, μια δαγκωνίτσα μόνο”, του είχε πει, και του είχε φανεί αληθινά ασήμαντο, αμελητέο, φυσιολογικό. Κι η “δαγκωνίτσα” έγινε μπουκιά, βλωμός, κόμπος, καυγάς, παρεξήγηση, Οργή, αντίο Παράδεισος. Όχι, όχι χαστούκι. Ένα γερό χέρι ξύλο τής άξιζε.
“Γυαλιά ηλίου, αντιανεμικό, το τάβλι…”
“Αγάπη μου, δεν βρίσκω εκείνη την όμορφη πασμίνα πουθενά! Μήπως την…”
“Δεν μας χέζεις ρε Εύα με την πασμίνα;” Κατάπινες το μπαρούτι σε κάθε ανάσα.
“Τι είπες;” Όρμησε προς το μέρος του, τους χώριζαν πια μόνο δυο βήματα. Η ηλεκτρική εκκένωση αναπόφευκτη.
“Μα χάνεται ο κόσμος, Εκείνος μας πετάει έξω όπου να ‘ναι, κι εσύ ασχολείσαι με την πασμίνα;”
“Και τι θες να κάνω, δηλαδή; Να κλαίω την μοίρα μου, σαν εσένα;”
“Όχι, έχεις δίκιο! Η πασμίνα είναι σημαντικότερη απ’ αυτό που μας συμβαίνει…”
“Λίγο αργά δεν σ’ έπιασε ο πόνος;”
“Δεν ήμουν εγώ αυτός που παράκουσε…”
“Α, για μια στιγμή φιλαράκο”, ούρλιαξε, σε κατάσταση υστερίας. “Για μια στιγμή, γιατί στο τέλος θα μας πεις κι ότι σου βάλαμε το μήλο στο στόμα με το ζόρι!”
“Μπα, δεν χρειάστηκε! Μια χαρά δούλεψε το σχέδιό σου…”
“Μα έχεις τρελαθεί τελείως;;; Εσύ δηλαδή δεν έκανες τίποτα σ’ αυτήν την ιστορία; Αρκούσε να Του πεις ένα ‘συγγνώμη’, αυτό μόνο σου ζήτησε. Κι εσύ εκεί, βράχος, μονίμως ξεροκέφαλος! Ποιο σχέδιο ακριβώς εξυπηρετούσε η ξεροκεφαλιά σου, μου λες; Ή μήπως νομίζεις πως γουστάρω που μας πετάει στο δρόμο; Πως φτιάχνομαι στην ιδέα να σ’ ανέχομαι με κατεβασμένα μούτρα τώρα που… που δεν θα ‘χεις τον… τον Κολλητό σου…”
Το βίαιο ένστικτο που τον παρακινούσε εναντίον της παρέλυσε μεμιάς, καθώς την έβλεπε να καταρρέει μπροστά του, να γονατίζει και να σπάει σε χιλιάδες αναφιλητά, σε μυριάδες δάκρυα. Γονάτισε κι αυτός και την πήρε στην αγκαλιά του. Στιγμές νωρίτερα θα μπορούσε να της έχει κάνει κακό, τώρα υπέφερε να την βλέπει σε τέτοια κατάσταση. Την ένοιωθε να τρέμει, να ταράζεται από σπασμούς το κορμί της και φοβόταν ότι θα συντονισθεί κι ο ίδιος, σαν να ήταν κομμάτι από το δικό του κορμί που έπασχε, που κόντευε να εκραγεί. Σαν να ήταν οι δυο τους ένα… Έβαλε τα δυνατά του να την ηρεμήσει, και να καθησυχάσει κι εκείνον τον πόνο, που τον χτυπούσε αριστερά, στα πλευρά, ελαφρώς πιο κάτω από το σημείο που φανταζόταν ότι βρίσκεται η καρδιά του – ένας συντονισμός αλλόκοτα οικείος, θα τον παραξένευε πολλές φορές στο μέλλον.
Πόσην ακριβώς ώρα πέρασαν αγκαλιασμένοι στο πάτωμα, η Εύα να κλαίει κι ο Αδάμ να την παρηγορεί, μόνον Εκείνος το ξέρει. Κάποια στιγμή, πάντως, η Εύα συνήλθε – όλη η ένταση που τα γεγονότα είχαν προκαλέσει μέσα της ξέσπασε, κι είχε μείνει τώρα άδεια, δίχως δυνάμεις, μα και δίχως τίποτα να την βαραίνει. Γύρισε και τον κοίταξε. “Ξέρεις, πιστεύω πως αν πας να Του μιλήσεις, να Τον παρακαλέσεις, να Του ζητήσεις συγγνώμη και για τους δυο, θα σ’ ακούσει. Δεν θέλει να μας διώξει, αυτό πιστεύω. Αλλά πρέπει να Του δείξεις ότι Τον καταλαβαίνεις…”
Σκέφθηκε αρκετά πριν της απαντήσει, “Το πρόβλημα είναι πως δεν Τον καταλαβαίνω και πολύ καλά! Προσπαθώ, αλλά δεν τα καταφέρνω πάντα. Και, ειλικρινά, θαρρώ πως όλη αυτή η ιστορία με το μήλο Του ‘χει γίνει έμμονη ιδέα…”. Σταμάτησε, τρομαγμένος με τον εαυτό του. Ούτε που φανταζόταν πως θα μπορούσε να κάνει τέτοιες σκέψεις, πριν δαγκώσει τον απαγορευμένο καρπό. Και να που εκείνη η επιλογή, στην οποία τον είχε “παρασύρει” η Εύα, η πρώτη σημαντική επιλογή τής ζωής του, του είχε ανοίξει τον δρόμο, του είχε μάθει πώς να επιλέγει. Με την ίδια αποφασιστικότητα, με την οποία θα πρέπει να τράβηξε το ξίφος του ο Αλέξανδρος, όταν αντίκρυσε εκείνον τον κόμπο στο Γόρδιο, ο Αδάμ απεφάνθη, “Ίσως είναι καλύτερα έτσι τα πράγματα. Ίσως πρέπει να δούμε τι υπάρχει έξω από Εκείνον, για να καταλάβουμε”.
“Θα είναι δύσκολα έξω από δω, αγάπη μου”, του είπε συνοφρυωμένη.
“Θα τα καταφέρουμε. Θα έχουμε ο ένας τον άλλο.”
Το πρόσωπό της φωτίσθηκε. “Αυτό ήταν το πιο γλυκό πράγμα που μου ‘χεις πει ποτέ!”
“Σήκω να ετοιμαστείς, πριν το μετανοιώσω και τρέξω να Τον βρω…”
Τον φίλησε γλυκά στο μάγουλο και σηκώθηκε. “Άντε, θα σου κάνω την χάρη να την αφήσω εδ…”. Η φράση έμεινε στην μέση. Η Εύα σωριάστηκε ξανά, διπλωμένη απ’ τους πόνους, κατακίτρινη, κρατώντας την κοιλιά της. Ο Αδάμ έπεσε πάνω της, μην ξέροντας τι να κάνει για να την ανακουφίσει. “Αυτό θα πει πανικός”, θα του έλεγε Εκείνος, αν τους έβλεπε. Ο πανικός τους θα έφθανε στην κορύφωσή του λίγα λεπτά αργότερα, καθώς ο πόνος τής Εύας θα υποχωρούσε με την έλευση τού αίματος, που θα έβαφε κόκκινη την έσω πλευρά των μηρών της.
“Τι είναι αυτό, καλέ μου;”, ρώτησε, τρομαγμένη απ’ το πρωτόφαντο θέαμα.
“Αυτό… είναι ο χρόνος”, αποκρίθηκε σκυθρωπός.
Εορταί και Επέτειοι: 8. Αρχή Τριωδίου, 14. Παγκόσμια Ημέρα Ανθοπωλών, γενέθλια Τζίμη Πανούση (!), 19. Η Γιορτή τής Χοληστερίνης (τοπική)
Σχόλια
Φιλιέστε παθιασμένα και της βγάζεις την μπλούζα. Πας να προχωρήσεις πιο κάτω και σου λέει: "Μόλις αδιαθέτησα".
Επόμενο πλάνο: Περπατάτε στην προβλήτα (πλατφόρμα, χώρο check in). Εκείνη αναψοκοκκινισμένη σου λέει πόσο στενοχωρήθηκε που τη μάλωσες κι εσύ κουβαλάς τις βαλίτσες της και τις δικές σου και αγκομαχώντας προσπαθείς να την προλάβεις. Στο Καμπ Νου τα φώτα σβήνουν.
ΥΓ. William, μήπως στο σημείο που γράφεις: "Εσύ συγκινείσαι, γονατίζεις κτλ" ήθελες να γράψεις άλλο ρήμα (που αρχίζει από "Κ") και όχι συγκινείσαι???