Η ψυχολογία τού τουρίστα
Θεάτρου τύμβος
Το αυτοκίνητο κάτω απ’ το μπαλκόνι σου κορνάρει για να κατεβείς. Ακολουθεί μήνυμα στο κινητό – “τελείωνε, θα χάσουμε την αρχή!”. Το ρολόι σου δείχνει έξι το απόγευμα, και συλλογίζεσαι πως η τελευταία φορά που ξεκίνησες για κάπου τρεις ολόκληρες ώρες νωρίτερα απ’ την ώρα που θα ‘πρεπε να είσαι εκεί ήταν τότε, που πήγατε με τους άλλους πορεία στο “Καραϊσκάκη” για το ντέρμπι. Η ανάμνηση και μόνο σε κουράζει. Αναστενάζεις – “Επίδαυρος είναι αυτή”, λες στον εαυτό σου, κι αυτήν την παράσταση δεν θα την έχανες με τίποτα. Αποφασίζεις να διώξεις τις κακές σκέψεις με την βοήθεια λίγων κλασικών στίχων τού Eric Idle, συνοδευόμενων από το απαραίτητο whistling, και κατεβαίνεις.
Το αυτοκίνητο είναι γρήγορο κι ο οδηγός τζιμάνι, κι έτσι η διαδρομή ως την Κόρινθο αποδεικνύεται παιχνιδάκι. Μετά, βέβαια, αφήνετε την εθνική και πιάνετε τον επαρχιακό. Είναι λες και βρίσκεσαι στην Κηφισίας σε ώρα αιχμής: ακινητοποιημένα αυτοκίνητα, το ΚΤΕΛ τής γραμμής, μοτοσικλέτες σε εκνευριστικά ριψοκίνδυνους ελιγμούς, η Αθήνα μετακομίζει στην Επίδαυρο, όλοι θέλουν να δουν την ίδια παράσταση με σένα. Ενώ καταλαμβάνεσαι, αργά αλλά σταθερά, από την ψυχολογία τής μάζας, ο οδηγός αποφασίζει ξαφνικά να μπει στο κλαμπ αυτών που πάτησαν την βοηθητική λωρίδα. Για λίγα μέτρα τσουλάτε καλούτσικα, κι ύστερα κάποιος από το κυρίως ρεύμα κάνει μιαν απότομη τιμονιά δεξιά, ακριβώς μπροστά σας, προτιμώντας να τρακάρει από το ν’ ανεχθεί τόσην αδικία. Το τρακάρισμα αποτρέπεται την τελευταία στιγμή, οι οδηγοί λογοφέρνουν, “περνιέσαι για έξυπνος;”, λυσσά ο άλλος, “όχι ιδιαίτερα”, απαντά ο δικός σου χαμογελώντας – η συνοδηγός στο άλλο αυτοκίνητο λύνεται στα γέλια, ο συνοδός της απομακρύνεται βράζοντας, περνάτε το υπόλοιπο τής εξαντλητικής διαδρομής υμνώντας την ευφυέστερη επίδειξη μετριότητας στην Ιστορία.
Στο θέατρο πλέον, κι αφού χρειάσθηκε, για δυο μπουκαλάκια νερό, να στηθείς επί τέταρτο στην ίδια ουρά με άτομα που προφανώς συνδέουν αιτιωδώς την ψυχαγωγία με την κατανάλωση διατροφικής σαβούρας (“Μα κι οι αρχαίοι δεν πήγαιναν στο θέατρο οργανωμένοι για picnic;”, έχεις έτοιμη την άφεση), τα φώτα, επί τέλους, σβήνουν. Τα διάχυτα μουρμουρητά και σχόλια που προκαλεί στο κοίλον η, υπό τύπον πρελουδίου, σιωπηρή επίδοση τού χορού σε φαινομενικά ακανόνιστες γυμναστικές ασκήσεις, δεν αποτελούν καλό προμήνυμα, αλλά γενικά είσαι αισιόδοξος για την συνέχεια. Κι ενώ έχουν περάσει δέκα λεπτά από την στιγμή που το μεταφρασμένο κείμενο τής “Αντιγόνης” άρχισε να χαϊδεύει τ’ αφτιά των εκδρομέων, εμφανίζεται, ήδη από το πρώτο μέρος, απρόσκλητος, ο από μηχανής θεός: η τυπική ελληνική πενταμελής οικογένεια.
Αποφασισμένοι να τροφοδοτήσουν τα τρία γεννήματά τους με υψηλού επιπέδου παιδεία από νωρίς (το μεγαλύτερο ήταν-δεν-ήταν επτά χρόνων), αλλά όχι αρκετά αποφασισμένοι ώστε να φθάσουν στην ώρα τους, οι στοργικοί γονείς αναστατώνουν ολόκληρο το διάζωμα με την αγωνία τους να βρουν πέντε συνεχόμενες κενές θέσεις. Όταν αυτό αποδεικνύεται αδύνατον, ενεργούν αστραπιαία για πρώτη (και τελευταία, ως έμελλε να δειχθεί) φορά – και καταλαμβάνουν τις τελευταίες κενές θέσεις εκατέρωθεν της δικής σου. Οσμίζεσαι την καταστροφή, όχι όμως και το μέγεθός της: για το υπόλοιπο τής παράστασης θα αγωνίζεσαι να διαφυλάξεις την συγκέντρωσή σου μέσα σ’ έναν ορυμαγδό από ψαχούλεμα σε τσάντες, πατατάκια και νερά που πηγαινοέρχονται, εντολές τύπου “πεινάω”, “διψάω”, “κουράστηκα”, “κατουριέμαι” και “καθίστε φρόνιμα”, και παραινέσεις για ησυχία από τους γύρω. Α, και το σταθερό, καθησυχαστικά μονότονο κλικ τής φωτογραφικής μηχανής τού απαραίτητου Κορεάτη, που έχει καταλάβει, με αποκαλυπτικά μερφικό τρόπο, την θέση ακριβώς πίσω σου.
Δέκα λεπτά πριν το τέλος, ο πάσχων από το σύνδρομο τού γηπέδου πατέρας τραβά κακήν κακώς την οικογένεια προς την έξοδο, “για να προλάβουμε την κίνηση”. Νέα αναστάτωση, κι εκεί που νομίζεις ότι τα βάσανά σου τελείωσαν, έρχεται ένα εύρημα τού σκηνοθέτη (να δώσει τον ρόλο τής αυτοκτονούσας Ευρυδίκης σε άνδρα ηθοποιό) να βάλει το κερασάκι: το πηγαίο “πλάκα μας κάνεις;” κάποιου στ’ αριστερά αντηχεί στο κοίλον, ξεσπούν σε διάφορα σημεία χάχανα ανθρώπων που, κατά τα φαινόμενα, χρειάζονταν αυτό το σινιάλο για να γελάσουν με κάτι που τους φαίνεται αστείο, η παράσταση ολοκληρώνεται μέσα σε απροκάλυπτη θυμηδία, που υποδαυλίζεται από την εμφανή αδυναμία τού σκηνοθέτη-πρωταγωνιστή να δώσει στον θρήνο τού Κρέοντα μιαν ιδέα τραγικότητος. Κάθε διάθεση να υπερασπισθείς το εγχείρημα έχει καμφθεί, εξανεμίζεται δε ολότελα από τον δίωρο γολγοθά τής επιστροφής.
Επιμύθιον: ίσως στους αρχαίους χρόνους να ήταν αλλιώς, στον καιρό μας πάντως τα μεγάλα θέατρα, τα μεγάλα ακροατήρια σκοτώνουν την εμπειρία τής Τέχνης. Λίγο επειδή στερούμεθα παιδείας, λίγο γιατί είμαστε επιρρεπείς στην ύβρη τής ιδιωτείας, λίγο διότι είναι φυσικό να μη αντιλαμβανόμαστε όλοι τα ίδια πράγματα με τον ίδιο τρόπο, οι Έλληνες (κι ίσως όχι μόνον) δεν έχουμε κοινό τόπο, κοινά ήθη και συμπεριφορές απέναντι στον πολιτισμό. Κι αυτό είναι, ως ένα βαθμό, ανεκτό. Το πρόβλημα αρχίζει όταν επιμένουμε, εμείς οι αμύητοι επηρμένοι, να μπουκάρουμε όταν ακούγεται το “τας θύρας”, για να γίνουμε λάθρα κοινωνοί τού μυστηρίου, αντί να μένουμε αιδημόνως απ’ έξω. Γι’ αυτό σου συνιστώ θερμώς να το σκεφθείς διπλά, πριν βγεις στον πηγαιμό για την Επίδαυρο φέτος το καλοκαίρι. Αν ανήκεις στους πιστούς, έχεις πολλές πιθανότητες να βιώσεις εμπειρίες κατώτερες των προσδοκιών σου. Αν, από την άλλη, σε διαφεντεύει η ψυχολογία τού τουρίστα, δεν αποκλείεται να καταστρέψεις το βράδυ κάποιου, που βρίσκεται εκεί για καλό λόγο.
Το αυτοκίνητο είναι γρήγορο κι ο οδηγός τζιμάνι, κι έτσι η διαδρομή ως την Κόρινθο αποδεικνύεται παιχνιδάκι. Μετά, βέβαια, αφήνετε την εθνική και πιάνετε τον επαρχιακό. Είναι λες και βρίσκεσαι στην Κηφισίας σε ώρα αιχμής: ακινητοποιημένα αυτοκίνητα, το ΚΤΕΛ τής γραμμής, μοτοσικλέτες σε εκνευριστικά ριψοκίνδυνους ελιγμούς, η Αθήνα μετακομίζει στην Επίδαυρο, όλοι θέλουν να δουν την ίδια παράσταση με σένα. Ενώ καταλαμβάνεσαι, αργά αλλά σταθερά, από την ψυχολογία τής μάζας, ο οδηγός αποφασίζει ξαφνικά να μπει στο κλαμπ αυτών που πάτησαν την βοηθητική λωρίδα. Για λίγα μέτρα τσουλάτε καλούτσικα, κι ύστερα κάποιος από το κυρίως ρεύμα κάνει μιαν απότομη τιμονιά δεξιά, ακριβώς μπροστά σας, προτιμώντας να τρακάρει από το ν’ ανεχθεί τόσην αδικία. Το τρακάρισμα αποτρέπεται την τελευταία στιγμή, οι οδηγοί λογοφέρνουν, “περνιέσαι για έξυπνος;”, λυσσά ο άλλος, “όχι ιδιαίτερα”, απαντά ο δικός σου χαμογελώντας – η συνοδηγός στο άλλο αυτοκίνητο λύνεται στα γέλια, ο συνοδός της απομακρύνεται βράζοντας, περνάτε το υπόλοιπο τής εξαντλητικής διαδρομής υμνώντας την ευφυέστερη επίδειξη μετριότητας στην Ιστορία.
Στο θέατρο πλέον, κι αφού χρειάσθηκε, για δυο μπουκαλάκια νερό, να στηθείς επί τέταρτο στην ίδια ουρά με άτομα που προφανώς συνδέουν αιτιωδώς την ψυχαγωγία με την κατανάλωση διατροφικής σαβούρας (“Μα κι οι αρχαίοι δεν πήγαιναν στο θέατρο οργανωμένοι για picnic;”, έχεις έτοιμη την άφεση), τα φώτα, επί τέλους, σβήνουν. Τα διάχυτα μουρμουρητά και σχόλια που προκαλεί στο κοίλον η, υπό τύπον πρελουδίου, σιωπηρή επίδοση τού χορού σε φαινομενικά ακανόνιστες γυμναστικές ασκήσεις, δεν αποτελούν καλό προμήνυμα, αλλά γενικά είσαι αισιόδοξος για την συνέχεια. Κι ενώ έχουν περάσει δέκα λεπτά από την στιγμή που το μεταφρασμένο κείμενο τής “Αντιγόνης” άρχισε να χαϊδεύει τ’ αφτιά των εκδρομέων, εμφανίζεται, ήδη από το πρώτο μέρος, απρόσκλητος, ο από μηχανής θεός: η τυπική ελληνική πενταμελής οικογένεια.
Αποφασισμένοι να τροφοδοτήσουν τα τρία γεννήματά τους με υψηλού επιπέδου παιδεία από νωρίς (το μεγαλύτερο ήταν-δεν-ήταν επτά χρόνων), αλλά όχι αρκετά αποφασισμένοι ώστε να φθάσουν στην ώρα τους, οι στοργικοί γονείς αναστατώνουν ολόκληρο το διάζωμα με την αγωνία τους να βρουν πέντε συνεχόμενες κενές θέσεις. Όταν αυτό αποδεικνύεται αδύνατον, ενεργούν αστραπιαία για πρώτη (και τελευταία, ως έμελλε να δειχθεί) φορά – και καταλαμβάνουν τις τελευταίες κενές θέσεις εκατέρωθεν της δικής σου. Οσμίζεσαι την καταστροφή, όχι όμως και το μέγεθός της: για το υπόλοιπο τής παράστασης θα αγωνίζεσαι να διαφυλάξεις την συγκέντρωσή σου μέσα σ’ έναν ορυμαγδό από ψαχούλεμα σε τσάντες, πατατάκια και νερά που πηγαινοέρχονται, εντολές τύπου “πεινάω”, “διψάω”, “κουράστηκα”, “κατουριέμαι” και “καθίστε φρόνιμα”, και παραινέσεις για ησυχία από τους γύρω. Α, και το σταθερό, καθησυχαστικά μονότονο κλικ τής φωτογραφικής μηχανής τού απαραίτητου Κορεάτη, που έχει καταλάβει, με αποκαλυπτικά μερφικό τρόπο, την θέση ακριβώς πίσω σου.
Δέκα λεπτά πριν το τέλος, ο πάσχων από το σύνδρομο τού γηπέδου πατέρας τραβά κακήν κακώς την οικογένεια προς την έξοδο, “για να προλάβουμε την κίνηση”. Νέα αναστάτωση, κι εκεί που νομίζεις ότι τα βάσανά σου τελείωσαν, έρχεται ένα εύρημα τού σκηνοθέτη (να δώσει τον ρόλο τής αυτοκτονούσας Ευρυδίκης σε άνδρα ηθοποιό) να βάλει το κερασάκι: το πηγαίο “πλάκα μας κάνεις;” κάποιου στ’ αριστερά αντηχεί στο κοίλον, ξεσπούν σε διάφορα σημεία χάχανα ανθρώπων που, κατά τα φαινόμενα, χρειάζονταν αυτό το σινιάλο για να γελάσουν με κάτι που τους φαίνεται αστείο, η παράσταση ολοκληρώνεται μέσα σε απροκάλυπτη θυμηδία, που υποδαυλίζεται από την εμφανή αδυναμία τού σκηνοθέτη-πρωταγωνιστή να δώσει στον θρήνο τού Κρέοντα μιαν ιδέα τραγικότητος. Κάθε διάθεση να υπερασπισθείς το εγχείρημα έχει καμφθεί, εξανεμίζεται δε ολότελα από τον δίωρο γολγοθά τής επιστροφής.
Επιμύθιον: ίσως στους αρχαίους χρόνους να ήταν αλλιώς, στον καιρό μας πάντως τα μεγάλα θέατρα, τα μεγάλα ακροατήρια σκοτώνουν την εμπειρία τής Τέχνης. Λίγο επειδή στερούμεθα παιδείας, λίγο γιατί είμαστε επιρρεπείς στην ύβρη τής ιδιωτείας, λίγο διότι είναι φυσικό να μη αντιλαμβανόμαστε όλοι τα ίδια πράγματα με τον ίδιο τρόπο, οι Έλληνες (κι ίσως όχι μόνον) δεν έχουμε κοινό τόπο, κοινά ήθη και συμπεριφορές απέναντι στον πολιτισμό. Κι αυτό είναι, ως ένα βαθμό, ανεκτό. Το πρόβλημα αρχίζει όταν επιμένουμε, εμείς οι αμύητοι επηρμένοι, να μπουκάρουμε όταν ακούγεται το “τας θύρας”, για να γίνουμε λάθρα κοινωνοί τού μυστηρίου, αντί να μένουμε αιδημόνως απ’ έξω. Γι’ αυτό σου συνιστώ θερμώς να το σκεφθείς διπλά, πριν βγεις στον πηγαιμό για την Επίδαυρο φέτος το καλοκαίρι. Αν ανήκεις στους πιστούς, έχεις πολλές πιθανότητες να βιώσεις εμπειρίες κατώτερες των προσδοκιών σου. Αν, από την άλλη, σε διαφεντεύει η ψυχολογία τού τουρίστα, δεν αποκλείεται να καταστρέψεις το βράδυ κάποιου, που βρίσκεται εκεί για καλό λόγο.
*Αν η αρχαία Επίδαυρος βρισκόταν σε απόσταση λίγων λεπτών από το σπίτι μου, σίγουρα θα έμπαινα στον πειρασμό να παρακολουθήσω από το φετινό φεστιβάλ: την Έλεν Μίρρεν και το Εθνικό Θέατρο Μεγάλης Βρετανίας στην “Φαίδρα” τού Ρακίνα. Τον “Πόλεμο των υιών τού Φωτός κατά των υιών τού Σκότους”, του Άμος Γκιτάι, με την Ζαν Μορό. Το “Χειμωνιάτικο Παραμύθι” τού Σαίξπηρ, σε σκηνοθεσία Σαμ Μέντες. Και τις “Νεφέλες” σε σκηνοθεσία Μαστοράκη και μουσική Κραουνάκη. Αναγκαστικά θα μείνω στο σπίτι μου, προσδοκώντας ανέβασμα των παραστάσεων και στην Αθήνα. Συμβουλή προς αμετανόητους: δοκιμάστε να συνδυάσετε την παράσταση τής αρεσκείας σας με τριήμερο στην εξοχή. Κλείστε δωμάτιο στο χωριό και απολαύστε τις χάρες τής υπαίθρου, αποφεύγοντας το μαρτυρικό πήγαινε-έλα παρέα με τα πολιτιστικά πρόβατα. Θα περάσετε όμορφα, θα το χαρείτε περισσότερο, θα κερδίσετε και τον έπαινο από τούτο το blog για την στήριξη που θα παράσχετε στον ψυχορραγούντα τουρισμό.
Σχόλια
Τουλάχιστον κάνε justify τα κείμενα σου :P
Δεν ξέρω πολλά από τέχνη...και είμαι περήφανος για αυτό...αλλά εξίσου ενοχλητικά είναι όλα αυτά που περιγράφεις και όταν συμβαίνουν σε μία αίθουσα πχ του Village at the Mall, όπου μερικές φορές προβάλλονται και πιο αξιόλογα θεάματα...
ΥΓ άσε που ο τουρισμός δεν διέρχεται κρίση...
Πάντως, για να μιλήσουμε και λίγο σοβαρά, την τέχνη ΔΕΝ την καθορίζει ο χώρος και αυτό ισχύει και για τους μικρούς χώρους! Εχω δει άπειρες "παπάτζες" σε μικρές... στοές της υψηλής τέχνης. Δες το και αλλιώς. Και στο γήπεδο που πας, το καφεδάκι το πληρώνεις χρυσάφι και είναι το χειρότερο που έχεις πιεί, αλλά δεν στέκεσαι σε αυτό!
Jack, αυτό που βασικά λέω είναι πως, όσο μεγαλύτερος, όσο πιο μεγαλόπρεπος είναι ο χώρος, τόσο πιθανότερο είναι να μπουκάρουν την πιο ακατάλληλη ώρα κάτι περαστικοί με φωτογραφικές. Το εάν (και το γιατί) οι μεγάλοι χώροι συνηθίζουν να μαγνητίζουν, εντελώς "συμπτωματικά", και τις μεγαλύτερες παπάντζες, μπορεί να σου το εξηγήσει ο Nikola, θαρρώ (επίσης, σου έχω εργασία για το σπίτι: να βρεις την σημασία τής λέξης "χιλιαστής", καθώς και την σχέση της με το "υμείς άδετε"...).
Joe, ο θαυμαστός νέος εκλεκτισμός (κι ουχί ελιτισμός) τής Νέας Αριστεράς επιβάλλει να συνεχίσω να γράφω τα κείμενά μου σε Align Left - κι όχι σε Justify, σαν το σωρό...
Αλλά, πιθανότατα, το πρόβλημα προέκυψε ακριβώς την στιγμή, που το δικαίωμα στην κριτική απέκτησε τιμή - την τιμή τού εισιτηρίου που πληρώνεις. Για τις ενδιαφέρουσες πτυχές τής "κουλτούρας τού καταναλωτή" θα τα πούμε σύντομα.
Πάντως, για να μιλήσουμε και λίγο σοβαρά, την τέχνη ΔΕΝ την καθορίζει ο χώρος και αυτό ισχύει και για τους μικρούς χώρους! Εχω δει άπειρες "παπάτζες" σε μικρές... στοές της υψηλής τέχνης. Δες το και αλλιώς. Και στο γήπεδο που πας, το καφεδάκι το πληρώνεις χρυσάφι και είναι το χειρότερο που έχεις πιεί, αλλά δεν στέκεσαι σε αυτό!