Ιούνιος 2011



5. Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, ίνα ευ σοι γένηται, και ίνα μακροχρόνιος γένη επί της γης της αγαθής, ης κύριος ο θεός σου δίδωσί σοι

Αλήθεια πόσο δύσκολο και πολλές φορές επίπονο είναι να μοιάσεις στα γονικά σου πρότυπα; Τα περισσότερα παιδάκια έχουν ως πρότυπα τους γονείς τους και όταν μεγαλώσουν, θέλουν να τους μοιάσουν. Αν ο πατέρας ή η μητέρα είναι συμβατικές προσωπικότητες, τότε έχει καλώς, ακολουθείς την πεπατημένη, μπορεί να κάνεις και το βήμα παραπάνω και η κοινωνία είναι περήφανη για σένα που έγινες άνθρωπος της προκοπής, καμαρώνουν οι γονείς σου για το… βλαστάρι τους και νιώθουν ότι με την εν γένει παρουσία σου τους τιμάς! Υπάρχουν όμως και πιο δύσκολες περιπτώσεις, όπου το φορτίο που σηκώνουν οι γόνοι στις πλάτες τους είναι τεράστιο έως δυσβάσταχτο και για να καταφέρουν να τιμήσουν αυτούς που τους γέννησαν, απαιτείται υπερπροσπάθεια. Δύο παράλληλες ιστορίες σε ένα παράλληλο σύμπαν έχει το ημερολόγιο του Ιουνίου. Το δράμα των παιδιών και η αγωνιώδης επιδίωξή τους να φανούν αντάξιοι των γονιών τους, για να τους τιμήσουν με τον τρόπο τους. Οφείλω να ξεκαθαρίσω, ότι οι παρακάτω ιστορίες είναι προϊόντα μυθοπλασίας, οπότε οποιαδήποτε ομοιότητα με την πραγματικότητα είναι εντελώς συμπτωματική...



Ο μικρός Σταυράκης δεν μεγάλωσε όπως τα άλλα παιδάκια της ηλικίας του. Πάντα ξεχώριζε - ή έστω πάντα έπρεπε να ξεχωρίζει. Ήταν αυτός που όταν οι συμμαθητές του στις πρώτες τάξεις του δημοτικού μάλωναν για τους μπαμπάδες τους, λέγοντας ότι ο δικός τους ήταν πιο δυνατός ή ήταν ο πιο ψηλός, αυτός θριάμβευε, ήταν αδιαμφισβήτητος νικητής. Γιατί ο πατέρας του και 2 μέτρα άντρας ήταν και πιο δυνατός και από τον Superman εμφανιζόταν, μιας και δεν του την… έβγαινε κανείς. Η ζωή στο σπίτι όμως ήταν κάπως… ιδιαίτερη. Όταν οι μπαμπάδες των άλλων παιδιών επέστρεφαν από τη δουλειά, απλά έβγαζαν τα παπούτσια τους, φορούσαν τις παντόφλες και καθόντουσαν όλοι μαζί στο τραπέζι, ο δικός του συμπεριφερόταν αλλιώς. Η πρώτη του κίνηση ήταν να αφήσει τα δύο σιδερικά σε ασφαλές αλλά κοντινό του μέρος και όσο μακριά γινόταν από τα παιδιά. Ο Σταυράκης σε αντίθεση με τα άλλα παιδάκια, δεν ήξερε τι δουλειά κάνει ο πατέρας του και έτσι όταν τον ρωτούσαν οι (ελάχιστοι) αδαείς, τους απαντούσε γενικά «επιχειρηματίας» και τελείωνε το πανηγύρι. Τον αγαπούσε όμως πολύ τον πατέρα του και τον θαύμαζε. Ναι αυτό, τον θαύμαζε, κυρίως όταν παρατηρούσε τους άλλους να στέκονται… σούζα μπροστά του. «Μια μέρα θέλω να του μοιάσω», έλεγε και ξαναέλεγε από μέσα του, αλλά φοβόταν μήπως αυτός δεν γίνει τόσο ψηλός.

Τα χρόνια περνούσαν και ο Σταυράκης είχε μπει πλέον στην εφηβεία. Σε μια δύσκολη στιγμή για την οικογένεια, την ώρα που ο λατρεμένος του μπαμπάς… σερνόταν στα δικαστήρια για διάφορους λόγους (γιατί τον είχαν βάλει στο μάτι μέχρι και πανίσχυροι υπουργοί), ο νεαρός της ιστορίας μας άρχισε να κλονίζεται σχετικά με το πρότυπό του. Μια κουβέντα όμως με τον πατέρα του ήταν αρκετή για να του αλλάξει μια και καλή τη ρότα της ζωής του. «Άκου να σου πω παλικαράκι μου», του λέει, «επειδή ο πατέρας σου είναι ισχυρός αγορίνα μου, θέλουν όλοι να τον φάνε, εσύ μη μασήσεις, έχε τα μάτια σου ανοιχτά, παρακολούθησε πως… καθαρίζω τις δουλειές και στάσου αντάξια στο πλάι μου». Την ίδια ώρα ο θείος του ο Χαρίλαος, του είπε μόνο μια φράση: «Τίμα τον πατέρα σου και δείξ’ τους τι αρχίδια έχει η φαμίλια μας».

Αυτό ήταν! Από τότε ο Σταυράκης έγινε Σταύρος και πλέον άρχισε η μετάλλαξη. Άρχισε να μιμείται τον τρόπο ομιλίας και συμπεριφοράς του… μεγάλου, όπου μπορούσε λάμβανε μέρος στις επικίνδυνες μπίζνες και σιγά σιγά έχτιζε κι αυτός το δικό του όνομα στην πιάτσα, πάντα όμως ως συνοδευτικό του… μεγάλου: σε οποιαδήποτε αναφορά, ήταν ο γιός του…γαμάω και όχι ο ίδιος ο «γαμάω». Πλέον προσπάθησε να του μοιάσει και εξωτερικά, αλλά εκεί ήταν που απέτυχε παταγωδώς και αυτό το κρίμα τον βαραίνει ακόμα. Γιατί ήταν ψηλό παλικάρι, άλλα όχι τόσο όσο ο πατέρας του, γιατί είχε ψαρωτικό βλέμμα, αλλά μπροστά σε αυτό του πατέρα του, ήταν… αγελαδίσιο. Το μεγάλο πλήγμα όμως και αυτό που τελικά δεν ξεπεράστηκε ποτέ, ήταν άλλο.

Ο «μεγάλος» είχε τρία ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, μοναδικά θα έλεγε κανείς και για τα οποία ήταν πασίγνωστος σε όλη την Ελλάδα. Για το παχύ αντρίκιο μουστάκι του, για την τεραστίων διαστάσεων… κομπολόγα του και για το μεγαλύτερο πούρο που είδε ποτέ το ανθρώπινο γένος. Ο Σταυράκης δεν μπορούσε να αφήσει μουστάκι γιατί είχε δύο τρίχες εδώ και τρεις εκεί, και όσον αφορά στο κομπολόι, τι κι αν προσπάθησε να μάθει να το παίζει μαγκιόρικα, δεν τα κατάφερε, το αποτέλεσμα ήταν από απογοητευτικό έως ντροπιαστικό. Στις τρεις (το πολύ) γύρες το κεχριμπαρένιο φετίχ σκούπιζε το πάτωμα. Όσο για το πούρο; Ούτε λόγος. Μόνο που το έβαζε στο στόμα τού ερχόταν αναγούλα. Το πάλεψε για να το συνηθίσει, για να καταφέρει να το καπνίσει, ή έστω να μην υποφέρει όσο θα κρέμεται στο στόμα του, γιατί ήταν το απόλυτο σύμβολο του πατέρα, κάτι σαν… οικόσημο, φευ όμως!

Έτσι, όταν μεγάλωσε λίγο ακόμα, έπαιξε το τελευταίο του χαρτί για να μοιάσει στον περιβόητο πατέρα του, αλλά ταυτόχρονα και για να αποκτήσει τη δική του οντότητα. Έγινε πρόεδρος μια ομάδας, όπως είχε πράξει ο πατέρας του ουκ ολίγες φορές στο παρελθόν. Έτσι από Σταυράκης έγινε μια και καλή Σταύρος, και όταν ο πατέρας του ο Μάκης είχε πάλι μπλεξίματα με το νόμο, ο θείος του ο Χαρίλαος του είπε: «Μπράβο αγορίνα μου, μέχρι τώρα τίμησες όπως έπρεπε τον πατέρα σου, τώρα ήρθε η ώρα να πάρεις στις πλάτες σου και όλη τη φαμίλια. Είμαι σίγουρος πως θα τα καταφέρεις. Σε πιστεύω». Ο Σταύρος έριξε ένα αμυδρό χαμόγελο και προχώρησε λίγα βήματα πιο εκεί. Ήξερε μέσα του πως δεν θα γίνει ποτέ Μάκης, γιατί ούτε τρίχες πολλές είχε για να αφήσει μουστάκι, ούτε τα χέρια του έπιαναν για να γίνει… βιρτουόζος του κομπολογιού και, διάολε, δεν άντεχε με τίποτα το πούρο και αυτό τον πλήγωνε περισσότερο από όλα…


Η Ελισάβετ καθόταν στο υπερπολυτελές σαλόνι της, με την ξεχωριστή βικτωριανή διακόσμηση και αναλογιζόταν τη ζωή της. Πόσο διαφορετική θα ήταν αν δεν είχε τη μητέρα που είχε. Αυτό το πρωτόκολλο, στο λαιμό της καθόταν - κι ας νόμιζε όλος ο κόσμος ότι το απολάμβανε. Θυμάται τον εαυτό της κοριτσάκι, πάντα ντυμένη στην εντέλεια, πάντα στα καλύτερα μέρη να κάνει διακοπές και πάντα να έχει τα καλύτερα παιχνίδια συντροφιά της. Όμως οι 3 νταντάδες της, οι 4 σωματοφύλακές της, και αυτοί οι περίεργοι τύποι με τις φωτογραφικές μηχανές (αργότερα έμαθε ότι τους λένε παπαράτσι), που στέκονταν έξω από τον μαντρότοιχο είτε πάνω στα δέντρα, τα κλικ-κλικ που άκουγε από παντού, δεν την άφηναν να χαρεί την ανεμελιά της ηλικίας της. Πόσο αστεία της φαίνεται τώρα η δυσκολία που αντιμετώπιζε στα 5 της χρόνια, να μάθει ποιο από τα τέσσερα πιρούνια είναι για το μπρικ. Αλήθεια, πόσους αστακούς «χάλασε» μέχρι να καταφέρει να τους φάει χωρίς να τους πιάσει με τα χέρια; Αμ αυτή η ιεροτελεστία του τσαγιού, τι βάσανο Θεέ μου. Ποτέ δεν κατάλαβε για ποιο λόγο δεν βάζουν το αναθεματισμένο το τσάι στα φλιτζάνια, να φέρουν και λίγα βουτήματα και να τελειώσει η ιστορία…!

Το μεγάλο της βάσανο όμως ήταν άλλο και άρχισε στην εφηβεία της, όπως και τα περισσότερα που την ταλαιπώρησαν σε αυτήν τη ζωή της… εμμηνόπαυσης. Ο Αυνανισμός! Αφού σκαρφιζόταν ένα σωρό προφάσεις να μείνει έστω για λίγο εντελώς μόνη και να μην την αναζητήσει κανείς, κατέβαζε το χεράκι της εκεί που… καιγόταν πολύ και επιτέλους ένιωθε ζωντανή, μακριά από το… μαυσωλείο που την περιτριγύριζε. Όμως ακόμα και τότε κάτι στράβωνε, σπάνια κατόρθωνε να τελειώσει τη… δουλειά της, διότι όλο και κάποιος από το προσωπικό θα άκουγε έναν αναστεναγμό της, ένα βογκητό της και θα εισέβαλε αστραπιαία στο χώρο, μήπως και έπαθε κάτι η κυρία. Ευτυχώς που τα δωμάτια ήταν τεράστια και με το που άκουγε την πόρτα να ανοίγει, προλάβαινε να… σουλουπωθεί και να μην πιαστεί στα πράσα. Ξενερωμένη τότε, σκεφτόταν πότε θα παντρευτεί επιτέλους, έτσι ώστε να ικανοποιηθεί το… γατάκι της όσο της κάνει κέφι.

Αλλά και αυτή είναι μια πονεμένη ιστορία. Διότι ήξερε από τη μέρα που γεννήθηκε ότι δεν θα διάλεγε αυτή τον σύζυγό της, και ούτε βεβαίως θα ζούσε ποτέ το μεγάλο έρωτα. Έπρεπε να τιμήσει τη μητέρα της και την ένδοξη οικογένειά της και να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Το μόνο που ονειρευόταν ήταν ο αξιότιμος σύζυγός της να ήταν κάπως… καυλιάρης και να της χάριζε τους οργασμούς που οι θεσμοί την περιόριζαν να ζήσει. Φευ όμως. Καλό ανθρωπάκι, αλλά από… κοκό, τίποτα! Πάλι καλά που έλεγε το πρωτόκολλο ότι έπρεπε να φέρει στον κόσμο απογόνους και είδε έστω και λίγες χαρές. Το χειρότερο από όλα όμως είναι ότι ούτε η ίδια μπορούσε να αγοράσει ένα δονητή, ούτε μπορούσε να παρακαλέσει κάποιον άλλον να της τον αγοράσει, γιατί το σκάνδαλο που θα ξεσπούσε θα ήταν άνευ προηγουμένου.

Τα πράγματα όμως έγιναν χειρότερα όταν μεγάλωσε κι άλλο! Η μητέρα της τής παρέδωσε τα ηνία, και αν πριν έπρεπε να είναι υπόδειγμα καλής συμπεριφοράς μία φορά, τώρα έπρεπε εκατό. Το βάρος που ένιωθε ήταν ασήκωτο. «Έχεις υποχρέωση να τιμήσεις τη μητέρα σου και όλη την οικογένειά σου», άκουγε συνεχώς και η ευθύνη όλο και περισσότερο τη βάραινε. Τα χρόνια πέρασαν και τα απωθημένα της χτυπούσαν… κόκκινο! Όταν με το καλό ο γιος της Κάρολος παντρεύτηκε, εκείνη τρελάθηκε. Αυτός πώς δηλαδή παντρεύεται από έρωτα, όποια θέλει και γράφει στα παλιά του τα παπούτσια τις… επιταγές της οικογένειας; Όσο μάλιστα τα κουτσομπολιά στο Μπάκιγχαμ φούντωναν ότι οι νεόνυμφοι δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να πηδιούνται ασύστολα, τόσο φούντωνε και η Ελισάβετ για τη… ζωή που δεν έζησε!

Για να μην σας τα πολυλογώ, η ζωή της ήταν ένα απέραντο «πρέπει» και καθόλου «θέλω» - και όλα αυτά γιατί ήταν αναγκασμένη να τιμήσει αρχικά τη βασίλισσα μητέρα της και όλη τη βασιλική οικογένεια και εν συνεχεία το στέμμα που φορούσε. Αν είχε δικαίωμα επιλογής, στέμμα ή χιλιάδες οργασμούς, σίγουρα θα επέλεγε το δεύτερο χωρίς να το πολυσκεφτεί, αλλά πλέον τα χρόνια πέρασαν. Τώρα πια το… γατάκι της έχει πάθει ανοσία, εθελοντής για τη νεκρανάστασή του δεν υπάρχει ούτε στη λίστα των πιο ακραίων βιτσιόζων και το μόνο που έχει μείνει είναι η αναπόληση των χαμένων οργασμών της. Και όσο τα παιδιά και τα εγγόνια της του… δίνουν και καταλαβαίνει, τόσο μετανιώνει που πήρε τόσο πολύ στα σοβαρά αυτή τη φράση που τριβελίζει το μυαλό της δεκαετίες τώρα: «τίμα τη μητέρα σου». Και επειδή έχει μεγαλώσει με αρχές δεν παραπονιέται τόσο που την τίμησε, διότι αυτό θα το έκανε έτσι κι αλλιώς, αλλά διάολε, δεν γινόταν η μητέρα της να ήταν η Λουκρητία Βοργία; Ή, για να μην νομίζετε ότι επιθυμούσε τη Λουκρητία λόγω εξουσίας και πάλι, ας ήταν μια άλλη Τζίνα Τζέημσον, μια Τζούλια Αλεξανδράτου βρε αδερφέ… τότε να δείτε πόσο πολύ θα τιμούσε τη μητέρα της!!!


Σημαντικές ημερομηνίες δεν θα γράψω, αφενός γιατί ο μήνας πέρασε και αφετέρου γιατί η σημαντική ημερομηνία του καλοκαιριού ήταν η 2η Ιουλίου.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τα μηνύματα μίας ενδεχόμενης αποχής

Η κόλαση είναι οι άλλοι

Αχελώος, ΦΠΑ, πιγκουίνοι και μπιφτέκια