Αύγουστος...



"είσεν δ' εισαγαγούσα κατά κλισμούς τε θρόνους τε,
εν δέ σφιν τυρόν τε καί άλφιτα καί μέλι χλωρόν
οίνω Πραμνείω εκύκα. ανέμισγε δε σίτω
φάρμακα λύγρ', ίνα πάγχυ λαθοίατο πατρίδος αίης.
αυτάρ επεί δώκεν τε καί έκπιον, αυτίκ' έπειτα
ράβδω πεπληγυία κατά συφεοίσιν εέργνυ"

(Οδύσσειας κ', 233 - 238)



Γιατί να μην αράξουμε στο Κίρκαιο λιγάκι;
Εδώ ο μήνας έχει εννιά και ρέει το κρασάκι.
Σάμπως δεν θα ‘ταν όμορφα στη φοινικιά από κάτω
να ρίχνουμε τις ξάπλες μας μ’ έναν ωραίο πάτο;


Στου πέλαγου την εσχατιά να κάνουμε παιχνίδι
μας έσυρε τ’ αφεντικό για χάρη τού Ατρείδη,
κι αίμα κι ιδρώτα χύναμε οι δόλιοι χρόνους δέκα
γιατί δεν ξέρει να φιλά ο αγαθός γυναίκα,
κι αφού στης Τροίας το χωριό τα κάναμε πουτάνα
και κόρη δεν αφήσαμε αβίαστη και μάνα
λίγο να ξαποστάσουμε ζητήσαμε οι καημένοι –
μα του Λαέρτη ο βλαστός στα πλοία κατεβαίνει
και γρήγορα τις άγκυρες απ’ το βυθό τραβάει.
Σπίτι μιαν ώρα αρχύτερα επιθυμεί να πάει,
λες κι έτσι και στο Ίλιο πετάξουμε μια μέρα
χάνει βελόνι η Βενετιά κι η Πηνελόπη βέρα…
Αλλά φοβόταν ο φτωχός για την καλλίπυγό του
μην του την εμαγάρισε κανένας στο φευγιό του
κι όλο και μεγαλύτερη τον έπιανε πρεμούρα
γιατί ‘χε μια παράξενη στο μέτωπο φαγούρα,
κι έτσι, χωρίς να πάρουμε ανάσα από τη μάχη,
μας πέταξε ο καψερός στου πέλαγου τη ράχη
αλύπητα με τα κουπιά το κύμα να χτυπάμε
και για την νυχτοκάμαρα τού Ήλιου να τραβάμε.


Τι βάσανα ακολούθησαν δεν έχεις ξανανοιώσει:
μας είχε αναμφίβολα κάποιος θεός μουντζώσει.
Κόντρα στους Κίκονες εφτά σκοτώθηκαν δεκάδες.
Οι Λωτοφάγοι ζουμερούς κεράσαν ανανάδες,
αλλά μια τζούρα αν τράβαγες από λωτού λουλούδι
οι στενοχώριες σώνονταν κι άρχιζε το τραγούδι –
τέτοιο μεθύσι μάγκα μου δεν έχεις ξαναζήσει!
Μ’ αντί στην ησυχία μας εκεί να μας αφήσει,
με το στανιό μας έσυρε στα πλοία ο Δυσσέας –
τέτοιος σπασίκλας ήτανε ο πρώτος τής παρέας.
Κι αφού ξωπίσω αφήσαμε της Αραπιάς τις χάρες,
στου Κύκλωπα το φτωχικό με τις ψηλές καμάρες
μας έμπασε απερίσκεπτα της γκαντεμιάς ο γόνος –
τουλάχιστον δεν κίναγε για το χαμό του μόνος
αυτός, που ο Πολύφημος χώνευε στην κοιλιά του,
αλλά δυο-δυο μας έβαζε πάνω στη φρυγανιά του.
Όσοι λοιπόν ξεφύγαμε κι από την Κυκλωπία
με του Αιόλου την ευχή τραβήξαμε πορεία
και το ταξίδι σίγουρα στο τέλος θα ‘χε φτάσει
αν της στρατιάς τον αρχηγό ύπνος δεν είχε πιάσει:
του Ανεμαφέντη τον ασκό αφύλαχτο αφήνει
και το κορδόνι της κορφής κάποιος μαλάκας λύνει –
ελεύθερα ξεχύθηκαν στη θάλασσα μποφόρια
κι ολοταχώς στον Αίολο γυρίσαν τα βαπόρια.
Μας βλέπει εμπρός του ο θεός και του γυρνούν τα φρύδια
κι αμέσως τον αρμόδιο αρπάζει από τ’ αρχίδια:
“Ποιον τσάντισες αθάνατο κι ήρθες να σου τις βρέξω;
Για σένα δεν θα βρω μπελά, μ’ ακούς γκαντέμη; Έξω!”

Με τις κλοτσιές μας πέταξε προς τη Λαιστρυγονία
όπου χαθήκαν αύτανδρα, εκτός ενός, τα πλοία.
Και τότε μας λυπήθηκε αυτή που λεν Παλλάδα
και στην Αιαία φτάσαμε μια μέρα με λιακάδα.
Έτρεξε η Κίρκη να μας βρει με ανοιχτές αγκάλες –
ήθελε, βλέπεις, να γευτεί του αρχηγού τις μπάλες
κι από την ώρα που ‘πεσαν μαζί στην κάμαρά της
δεν καταφέρνει η καψερή να κρύψει τη χαρά της
κι όλο ανταμείβει απλόχερα του αφέντη τα τσιράκια
με μέλι, κόκκινο κρασί και φίνα μεζεδάκια
να τρώει η μάνα μοναχή, και το παιδί ας πεινάσει:
ό,τι κακό μας είχε βρει, το ‘χουμε πια ξεχάσει
τώρα που απολαμβάνουμε τη θεϊκή αβάντα.
Γιατί να μην αράξουμε στο Κίρκαιο για πάντα;
Το μέρος είναι πλούσιο, τα πάντα φροντισμένα,
σαν διακοπές στη Μύκονο μ’ έξοδα πληρωμένα.
Κανένας τον ιδρώτα σου δεν θα σου πει να χύσεις
εκτός εάν τον κάματο της νύχτας πεθυμήσεις –
κι αλήθεια, πώς ν’ απαρνηθείς της Κίρκης τα κορίτσια
που τα μετρούν για φυσικά τα πιο τρελά σου βίτσια;
Άντρας με φίλο αδελφικό εδώ στήνει κονάκι.
Δικέ μου, είν’ ο Παράδεισος ετούτο το νησάκι
όπου μπορείς ολημερίς να πιεις και να γαμήσεις
κι ύστερα με τους κολλητούς να το φιλοσοφήσεις.
Στον κυκεώνα ηδονής απλό να συνηθίσω.
Τι του ΄ρθε τώρα του ζαβού να μας γυρίσει πίσω;
Και μη μου πεις πως πόνεσε για το Πηνελοπάκι,
που για ν’ αλλάξει κάμαρα σκύβει το κεφαλάκι…
Μάλλον απ’ το πολύ κοκό κοντεύει να σαλέψει –
κι αυτή η Κίρκη αχόρταγη, τον έχει ξεπαστρέψει!
Αλλά τι φταίω αν έμεινε ο chief απολειφάδι;
Δεν το κουνάω απ’ επαέ. Μονάχα για τον Άδη!

Γουρούνια κι ανεπρόκοπους ο Ευρύλοχος μας βρίζει –
στ’ αλήθεια έχω την αίσθηση γι’ αυτόν πως αδερφίζει,
που αντί την ώρα να περνά με κάποια κορασίδα
μπουγάδα βάζει ολημερίς και κλαίει για την πατρίδα.
Μ’ αν σε πειράζει η απλυσιά κι η μπόχα τής αντρίλας
γιατί στον πόλεμο να πας και να γενείς ξεφτίλας;
Στ’ αρχοντικό σου ας έμενες που ‘χει πολλές κοπέλες
όλες μαζί να πλέκετε φουστάνια και κορδέλες!
Αρσενικά τής προκοπής στο Κίρκαιο ξαπλώνουν,
γενειάδες κι αλογοουρές αφήνουν να φυτρώνουν
κι αρμέγουνε την ηδονή απ’ της Χαράς τη βρύση –
άλλοι το λένε παρακμή. Εμείς το λέμε Φύση!
Της Ευτυχίας τον παπά απ’ τ’ απαυτά θ’ αρπάξω:
για μια ζωή στο Κίρκαιο επιθυμώ ν’ αράξω.
Κι αν πάλι τύχει και σωθούν τα ζουμερά κοψίδια
πρόθυμα θα ‘χω για τροφή καρπούς και βελανίδια!
Φίλους, γυναίκες και κρασί: αυτά ‘χω ανάγκη μόνο
για να ξορκίζω απ’ την καρδιά των γηρατειών τον πόνο.
Κι αφού σε τούτο το νησί υπάρχουν σ’ αφθονία
ν’ αφήσω πίσω είν’ άδικο τόσην ευδαιμονία.
Τους πιο καλούς συντρόφους μου κοντά μου θα μαζέψω
και σχέδιο σατανικό μαζί τους θα δουλέψω:
τον Οδυσσέα στο ραβδί τής Κίρκης θ’ αγκιστρώσω
τον γυρισμό στο σπίτι μου αν θέλω να λασπώσω.



- Εορταί και επέτειοι: 4. έξι παγκόσμια ρεκόρ σε έξι άλματα: οι λευκοί δεν μπορούν να πηδήξουν, Αδόλφε (1936) 6. το Enola Gay ξερνά φρίκη, ανήμερα τού Σωτήρος (1945) 8. Παγκόσμια Ημέρα τού Οργασμού 12. ο θάνατος δικαιώνει την ζωή στο πιθάρι (323 π.Χ.) 16. ζει ο Βασιλιάς Έλβις; (1977) 19. ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό και κίνησες (1936) 20. το τέλος τής Άνοιξης, στα τέλη τού Αυγούστου (1968)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Προφήτης Αντώνης Πανούτσος

Ανεπαρκής

Πρωινός καφές